σωληνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=solinoeidis
|Transliteration C=solinoeidis
|Beta Code=swlhnoeidh/s
|Beta Code=swlhnoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pipe-shaped, grooved</b>, <span class="bibl">Aen.Tact.16.6</span>, <span class="bibl">Ph.2.244</span>, <span class="bibl">D.C.49.30</span>. Adv. <b class="b3">-ειδῶς</b> [[like a pipe]], Ruf.<span class="title">Oss.</span>24; <b class="b2">groove-wise</b>, <span class="bibl">Sor. 1.85</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pipe-shaped, grooved</b>, <span class="bibl">Aen.Tact.16.6</span>, <span class="bibl">Ph.2.244</span>, <span class="bibl">D.C.49.30</span>. Adv. <b class="b3">-ειδῶς</b> [[like a pipe]], Ruf.<span class="title">Oss.</span>24; [[groove-wise]], <span class="bibl">Sor. 1.85</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:59, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνοειδής Medium diacritics: σωληνοειδής Low diacritics: σωληνοειδής Capitals: ΣΩΛΗΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sōlēnoeidḗs Transliteration B: sōlēnoeidēs Transliteration C: solinoeidis Beta Code: swlhnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A pipe-shaped, grooved, Aen.Tact.16.6, Ph.2.244, D.C.49.30. Adv. -ειδῶς like a pipe, Ruf.Oss.24; groove-wise, Sor. 1.85.

German (Pape)

[Seite 1059] ές, rinnen-, röhrenförmig, D. Cass. 49, 30.

Greek (Liddell-Scott)

σωληνοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα σωλῆνος, κοῖλος, Φίλων 2. 244, Δίων Κ. 49 30.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα σωλήνα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το σωληνοειδές
α) βιολ. καθεμία από τις ίνες χρωματίνης με διάμετρο 30-50 νανόμετρα που σχηματίζονται με εσπείρωση της ίνας του πυρηνοσώματος
β) (ηλεκτρολ.) άλλη ονομασία για το πηνίο
2. φρ. «σωληνοειδής καρδιά»
ζωολ. τροποποίηση της απλής συσταλτικής καρδιάς τών περισσότερων αρθροπόδων που συνίσταται στη διεύρυνση τμήματος του ραχιαίου αγγείου για να σχηματίσει έναν ή περισσότερους γραμμικά διευθετημένους θαλάμους.
επίρρ...
σωληνοειδῶς Α
σε σχήμα που μοιάζει με σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + -ειδής].