ὠμοκρατής: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omokratis
|Transliteration C=omokratis
|Beta Code=w)mokrath/s
|Beta Code=w)mokrath/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of rude untamed might]], of Ajax, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>205</span> (anap.); also expld. as <b class="b2">strong-shouldered</b>, v. Sch. ad loc.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of rude untamed might]], of Ajax, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>205</span> (anap.); also expld. as [[strong-shouldered]], v. Sch. ad loc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:07, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοκρᾰτής Medium diacritics: ὠμοκρατής Low diacritics: ωμοκρατής Capitals: ΩΜΟΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: ōmokratḗs Transliteration B: ōmokratēs Transliteration C: omokratis Beta Code: w)mokrath/s

English (LSJ)

ές,

   A of rude untamed might, of Ajax, S.Aj.205 (anap.); also expld. as strong-shouldered, v. Sch. ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοκρᾰτής: -ές, γεν. -έος, (ὠμὸς) ὁ ἔχων δύναμιν ὠμήν, ἀτίθασον, ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Σοφ. Αἴ. 205· οὕτω, ὠμοῖς ἐν νόμοις πατρὸς αὐτόθι 548. - Ἕτεροι, ἧττον ὀρθῶς ἑρμηνεύουσιν ὁ ἰσχυρὸς τοὺς ὤμους, παραβάλλοντες τὰ ἐν Ἰλ. Γ. 227, ἀλλ᾿ ἴδε Σχόλια καὶ ἑρμηνευτάς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux fortes épaules.
Étymologie: ὦμος, κράτος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο ωμός και ισχυρός
2. (ως προσωνυμία του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῡν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός + -κρατής (< κράτος «δύναμη»), πρβλ. πολυ-κρατής].

Greek Monotonic

ὠμοκρᾰτής: -ές, γεν. -έος (ὠμός), αυτός που έχει δύναμη άγρια, ωμή, ορμή ατίθαση· ή (ὦμος) αυτός που έχει δυνατούς ώμους, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὠμοκρατής: ὠμός с неукротимой силой, неистовый, по по друг. ὦμος с мощными плечами (Αἴας Soph.).

Middle Liddell

ὠμο-κρᾰτής, ές ὠμός
of rude untamed might, or (ὦμοσ) strong-shouldered, Soph.