διϊκνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diikneomai
|Transliteration C=diikneomai
|Beta Code=dii+kne/omai
|Beta Code=dii+kne/omai
|Definition=fut. <b class="b3">-ίξομαι</b>: aor. <b class="b3">-ικόμην</b>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[go through]], [[penetrate]], ποτὶ τὰν ψυχάν δι' ὤτων <span class="bibl">Ti.Locr.101a</span>; ἐφ' ὅσον -εῖται τὸ ὕδωρ <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>3.20.4</span>; διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>20</span>, cf. <span class="bibl">D.Chr.12.35</span>; [[reach]], with missiles, <span class="bibl">Th.7.79</span>; βραδέως τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου <span class="bibl">Plu.<span class="title">Nic.</span>27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in speaking, <b class="b2">go through, tell of</b>, πάντα δ. <span class="bibl">Il.9.61</span>, <span class="bibl">19.186</span>, <span class="bibl">A.R.2.411</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of Time, [[intervene]], διετοῦς χρόνου διικνουμένου <span class="bibl">Longus 1.4</span>.</span>
|Definition=fut. <b class="b3">-ίξομαι</b>: aor. <b class="b3">-ικόμην</b>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[go through]], [[penetrate]], ποτὶ τὰν ψυχάν δι' ὤτων <span class="bibl">Ti.Locr.101a</span>; ἐφ' ὅσον -εῖται τὸ ὕδωρ <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>3.20.4</span>; διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>20</span>, cf. <span class="bibl">D.Chr.12.35</span>; [[reach]], with missiles, <span class="bibl">Th.7.79</span>; βραδέως τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου <span class="bibl">Plu.<span class="title">Nic.</span>27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in speaking, [[go through]], [[tell of]], πάντα δ. <span class="bibl">Il.9.61</span>, <span class="bibl">19.186</span>, <span class="bibl">A.R.2.411</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of Time, [[intervene]], διετοῦς χρόνου διικνουμένου <span class="bibl">Longus 1.4</span>.</span>
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 16:17, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διϊκνέομαι Medium diacritics: διϊκνέομαι Low diacritics: διϊκνέομαι Capitals: ΔΙΪΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diïknéomai Transliteration B: diikneomai Transliteration C: diikneomai Beta Code: dii+kne/omai

English (LSJ)

fut. -ίξομαι: aor. -ικόμην:—

   A go through, penetrate, ποτὶ τὰν ψυχάν δι' ὤτων Ti.Locr.101a; ἐφ' ὅσον -εῖται τὸ ὕδωρ Thphr. CP3.20.4; διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως Plu.Dem.20, cf. D.Chr.12.35; reach, with missiles, Th.7.79; βραδέως τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου Plu.Nic.27.    2 in speaking, go through, tell of, πάντα δ. Il.9.61, 19.186, A.R.2.411.    3 of Time, intervene, διετοῦς χρόνου διικνουμένου Longus 1.4.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. διΐξομαι, ao.2 διϊκόμην;
1 passer par, pénétrer à travers;
2 parcourir par la parole, raconter.
Étymologie: διά, ἱκνέομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. διίξομαι Il.9.61, h.Cer.416, Nonn.D.48.422; aor. 2asg. διίκεο Il.19.186, A.R.2.411, Q.S.12.76]
I tr. c. suj. de pers. narrar, contar ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι Il.9.61, ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξας Il.19.186, cf. A.R.l.c., πάντα διίξομαι ὡς ἐρεείνεις h.Cer.416, ταῦτα μὲν ... θαρσαλέως μάλα πάντα διίκεο todo eso lo has contado muy valientemente Q.S.l.c., ἀλλὰ τί σοι τάδε πάντα διίξομαι; Nonn.l.c.
II intr.
1 gener. de abstr. llegar a través de, penetrar c. giro prep. οὐ γὰρ διικνεῖται ἡ ψύξις εἰς βάθος Arist.Pr.893a14, cf. 911b18, GA 747a8, ἐπὶ πᾶν διικνεῖσθαι πέφυκε τὸ θεῖον Arist.Mu.397b33, ἀναβάλλουσιν τὴν κάτωθεν (γῆν) ἐφ' ὅσον διικνεῖται τὸ ὕδωρ Thphr.CP 3.20.4, cf. 6.1, 5.9.2, διὰ τὸ μὴ διικνεῖσθαι τὴν φύσιν τῶν φλεβῶν (ἐπὶ ... τοὺς κάτω τόπους) Erasistr.230, ἡ τῶν ἀρωμάτων φύσις ... διικνουμένη πρὸς τὰ λεπτομερέστατα τῆς αἰσθήσεως D.S.3.46, φωνὰ δ' ἐστὶ μὲν πλᾶξις ἐν ἀέρι διικνουμένα ποτὶ τὰν ψυχὰν δι' ὤτων Ti.Locr.101a, οὐδὲ ἀπόρροια διικνεῖται ἀπὸ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐπὶ τὴν γῆν Gem.17.16, cf. 17, 34, Plu.2.148d, Gal.1.288, (σεισμοί) ὅσοι ... ἐπὶ μήκιστον διικνοῦνται τῆς γῆς Paus.7.24.7, cf. Hld.2.2.1, οἷον εἰ ἐν κηρῷ βαθεῖ διικνοῖτο εἰς ἔσχατον ... τύπος Plot.4.4.13, cf. 2.9.16, τὸν ἔξωθεν ἀέρα κατὰ βάθους διικνεῖσθαι τοῦ σώματος Ps.Dicaearch.2.5, ὥστε δι' αὐτοῦ (τοῦ ἀέρος) ... διικνεῖσθαι τὴν ὅρασιν Arr.Epict.2.23.4, τὸ τοιοῦτον γιγνόμενον ... μέχρι τῶν θηρίων διικνεῖται D.Chr.12.35, cf. Luc.Luct.19, Philops.2, διῖκτο δ' ἡ δόξα μέχρι τοῦ Περσῶν βασιλέως Plu.Dem.20, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ... διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς Ep.Hebr.4.12, fig. ἡ δ' ὑστάτη (εὐεργεσία) ... ἐς ὑμᾶς αὐτοὺς διικνεομένη Hp.Or.Thess.40
sin rég. prep. alcanzar διὰ τὸ μὴ διικνεῖσθαι τὴν ὄψιν Arist.Mete.374b15
transmitirse θᾶττον ἔτι διικνοῖτ' ἂν ἡ αἴσθησις la sensación se transmitiría aún más rápidamente Arist.de An.423a5, cf. Mete.378a6 (cód.), βραδέως δὲ τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου Plu.Nic.27
de los rayos de luz o del fuego propagarse (τὸ πῦρ) ... διῖκτο πρὸς θάτερον πέρας Plu.Alex.35, ὁ δὲ νεφώδης ἀὴρ ῥᾳδίως διικνουμένας ἔχει τὰς ἀκτῖνας ἅτε μηδὲν ἔχων βάθος Cleom.2.4.104.
2 de armas alcanzar, dar en el blanco, c. giro prep. τὰ βέλη ... πρὸς τὰ νῶτα τῶν ἀντιπροσώπων ... διικνεῖσθαι D.S.17.42, fig., c. dat. διϊκνούμενος ταῖς Μούσαις alcanzando a las Musas Sch.Pi.N.9.127b
sin rég. prep. dar en el blanco διικνοῦντο γὰρ ῥᾷον οἱ ἄνωθεν Th.7.79, τοξότης δ' ἂν ὁ θεὸς παρεισάγοιτο κατά τε τὸ πανταχοῦ διικνεῖσθαι de Heracles, Corn.ND 31.
3 ref. al tiempo transcurrir διετοῦς χρόνου διικνουμένου Longus 1.4.1.

English (Strong)

from διά and the base of ἱκανός; to reach through, i.e. penetrate: pierce.

English (Thayer)

(L WH διϊκνέομαι. (see Iota)), διικνοῦμαι; to go through, penetrate, pierce: Thucydides, Theophrastus, Plutarch, others; in Homer transitively, to go through in narrating.)

Russian (Dvoretsky)

διϊκνέομαι: (fut. διΐξομαι, aor. 2 διϊκόμην)
1) доходить, достигать (διά τινος ποτί τι Plat.; εἴς и πρός τι Arst.; πρός τι и μέχρι τινός Plut.): διϊκνοῦντο ῥᾷον οἱ ἄνωθεν Thuc. с возвышенного места (стрелы) лучше долетали;
2) рассказывать, повествовать (πάντα Hom., HH).

Chinese

原文音譯:di?knšomai 笛衣克尼哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-達到
字義溯源:完全達到,經過,刺入;由(διά)*=通過)與(ἱκανός)=能勝任的)組成;而 (ἱκανός)出自(Ἰκόνιον)X*=達到)。
同義字:1) (διϊκνέομαι)刺入 2) (ἐκκεντέω)刺穿 3) (νύσσω)戮穿
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 刺入(1) 來4:12