εὔπεπλος: Difference between revisions
(1ab) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eypeplos | |Transliteration C=eypeplos | ||
|Beta Code=eu)/peplos | |Beta Code=eu)/peplos | ||
|Definition=Ep. <b class="b3">ἐϋ</b>-, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ep. <b class="b3">ἐϋ</b>-, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with beautiful peplos]], [[beautifully robed]], of women, <span class="bibl">Il.5.424</span>, <span class="bibl">Od.6.49</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>273</span>; οὐρανοῦ θυγάτηρ Pi.<span class="title">Pae.Fr.</span> 16.10, cf. <span class="bibl">B.8.61</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">εὔπεπλον, τό,</b> = [[δαφνοειδές]], Ps.-Dsc.4.146.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:05, 1 July 2020
English (LSJ)
Ep. ἐϋ-, ον,
A with beautiful peplos, beautifully robed, of women, Il.5.424, Od.6.49, Hes.Th.273; οὐρανοῦ θυγάτηρ Pi.Pae.Fr. 16.10, cf. B.8.61. II εὔπεπλον, τό, = δαφνοειδές, Ps.-Dsc.4.146.
German (Pape)
[Seite 1087] schöngewandig, Ἀχαιϊάδες, ἀμφίπολος, Il. 5, 424. 6, 372, Ναυσικάα, Od. 6, 49; Δαμάτηρ, Theocr. 7, 32.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπεπλος: -ον, ἔχων ὡραῖον πέπλον, ὡραῖα ἐνδεδυμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ε. 424, Ὀδ. Ζ. 49, Ἡσ. Θ. 273, Βακχυλ. 10. 42., 14. 49 (ἔκδ. Blass).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau voile.
Étymologie: εὖ, πέπλος.
English (Autenrieth)
with beautiful mantle, beautifully robed, Il. 5.424, Od. 6.49.
English (Slater)
εὔπεπλος, -ον
1 with beautiful peplos εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ (ἐυπέπλῳ Π, sed “non nisi ante duas consonantes,” not. Snell) Πα. 7B. 15.
Greek Monolingual
εὔπεπλος, -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)
1. (για γυναίκες)
1. αυτή που έχει ωραίο πέπλο
2. (κατ' επέκταση)
ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία εμφάνιση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔπεπλον
το δαφνοειδές, μικρός θάμνος με εύοσμα άνθη που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέπλος.
Greek Monotonic
εὔπεπλος: -ον, αυτός που είναι όμορφα ντυμένος, καλοντυμένος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπεπλος: красиво одетый, нарядный (ἀμφίπολος, εἰνάτερες Hom.; Δαμάτηρ Theocr.).
Middle Liddell
εὔ-πεπλος, ον
beautifully robed, Hom.