συνεπιτείνω: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synepiteino | |Transliteration C=synepiteino | ||
|Beta Code=sunepitei/nw | |Beta Code=sunepitei/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[help to strain]] or [[intensify]], αὐτῶν τὴν ὀργήν <span class="bibl">Plb.3.13.1</span>; τὴν ψυχρότητα Plu.2.691c, etc.:—Pass., [[ | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[help to strain]] or [[intensify]], αὐτῶν τὴν ὀργήν <span class="bibl">Plb.3.13.1</span>; τὴν ψυχρότητα Plu.2.691c, etc.:—Pass., to [[be increased along with]], τινι ib.1020c: abs., Herod.Med. ap. <span class="bibl">Aët.9.37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> intr., [[agree in intensity with]], τινι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Insomn.</span>460b13</span>, v.l.in Plu.2.451d.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:05, 2 July 2020
English (LSJ)
A help to strain or intensify, αὐτῶν τὴν ὀργήν Plb.3.13.1; τὴν ψυχρότητα Plu.2.691c, etc.:—Pass., to be increased along with, τινι ib.1020c: abs., Herod.Med. ap. Aët.9.37. 2 intr., agree in intensity with, τινι Arist.Insomn.460b13, v.l.in Plu.2.451d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιτείνω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιτείνω, συντελῶ πρὸς αὔξησιν, τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 3. 13, 1· τὴν ψυχρότητα Πλούτ. 2. 691Β· τὰ ἀλγεινὰ Βασίλ., κλπ. ― Παθ., συναυξάνομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 1020C. 2) ἀμεταβ., συμφωνῶ κατὰ τὴν ἔντασιν πρός τι, τινὶ Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 2, 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 451Ε.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 tendre ou allonger ensemble;
2 fig. contribuer à rendre plus intense, augmenter, accroître;
II. intr. s’accorder en intensité avec, devenir plus intense en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιτείνω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιτείνω
έχω την ίδια ένταση με κάτι άλλο («τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογισμῷ συμπαρόντα καὶ συνεπιτείνονα ταῑς ἀρεταῑς», Πλούτ.)
αρχ.
συντελώ στην αύξηση ή στην ένταση (α. «συνεπέτεινε δ' αὐτῶν τὴν ὀργήν», Πολ.
β. «τὴν ψυχρότητα τοῡ ὕδατος συνεπιτείνει καὶ ὁ λίθος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
συνεπιτείνω: μέλ. -τενῶ, συντελώ στην αύξηση, επιτείνω από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιτείνω:
1) одновременно растягивать, удлинять (τὸ διάγραμμα Plut.);
2) увеличивать, усиливать (τὴν ὀργήν τινος Polyb.; τὴν ψυχρότητα Plut.);
3) увеличиваться, возрастать Arst., Plut.