συνείσακτος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneisaktos
|Transliteration C=syneisaktos
|Beta Code=sunei/saktos
|Beta Code=sunei/saktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[introduced together]]: Lat. [[synisactas]], expld. by <b class="b2">sociatrices, pudicas vel abstinentes</b> (i.e. a priest's <b class="b2">housekeeper)</b>, Gloss. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">θυγατέρες σ</b>. [[illegitimate]], <span class="bibl">Eust.1954.8</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[introduced together]]: Lat. [[synisactas]], expld. by [[sociatrices]], [[pudicas vel abstinentes]] (i.e. a priest's <b class="b2">housekeeper)</b>, Gloss. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">θυγατέρες σ</b>. [[illegitimate]], <span class="bibl">Eust.1954.8</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:25, 3 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνείσακτος Medium diacritics: συνείσακτος Low diacritics: συνείσακτος Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syneísaktos Transliteration B: syneisaktos Transliteration C: syneisaktos Beta Code: sunei/saktos

English (LSJ)

ον,

   A introduced together: Lat. synisactas, expld. by sociatrices, pudicas vel abstinentes (i.e. a priest's housekeeper), Gloss.    2 θυγατέρες σ. illegitimate, Eust.1954.8.

German (Pape)

[Seite 1011] mit, zugleich eingeführt, eingebracht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνείσακτος: -ον, ὁ ὁμοῦ εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ συνείσακτος παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = ἀγαπητός, ἤτοι πνευματικὸς ἀδελφός, Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ συνείσακτος, δηλ. παρθένος = ἀγαπητή, πνευματικὴ ἀδελφή, Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο / συνείσακτος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν συνεισάγω
νεοελλ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι συνείσακτοι
εκκλ. εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, συνήθως, παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική τελείωση
μσν.-αρχ.
1. ο μαζί με άλλον εισαχθείς
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. , ἡ συνείσακτος
ο πνευματικός αδελφός
3. φρ. «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (Ευστ.).

Greek Monolingual

-η, -ο / συνείσακτος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν συνεισάγω
νεοελλ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι συνείσακτοι
εκκλ. εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, συνήθως, παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική τελείωση
μσν.-αρχ.
1. ο μαζί με άλλον εισαχθείς
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. , ἡ συνείσακτος
ο πνευματικός αδελφός
3. φρ. «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (Ευστ.).