ληκύθιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
mNo edit summary
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ληκύ˘θιον, ου, τό, [Dim. of [[λήκυθος]],]<br />a [[small]] oil-[[flask]], Ar.
|mdlsjtxt=ληκύ˘θιον, ου, τό, [Dim. of [[λήκυθος]],]<br />a [[small]] oil-[[flask]], Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[bottle]]
}}
}}

Revision as of 13:50, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκύθιον Medium diacritics: ληκύθιον Low diacritics: ληκύθιον Capitals: ΛΗΚΥΘΙΟΝ
Transliteration A: lēkýthion Transliteration B: lēkythion Transliteration C: likythion Beta Code: lhku/qion

English (LSJ)

τό, Dim. of λήκυθος,

   A small oil flask, Ar.Ra.1200-1246, D.24.114, PTeb.221 (ii B.C.), Anon. ap. Suid., etc.    II name for the Trochaic hephthemimer, originating with the form ληκύθιον ἀπώλεσεν in Ar.l.c., Heph.6.2.

German (Pape)

[Seite 39] τό, dim. von λήκυθος, Oelfläschlein, Ar. Ran. 1200 ff., Dem. 24, 114 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ λήκυθος, μικρὸν φιαλίδιον ἐλαίου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1200-1242 (πρβλ. λήκυθος Ι. 2), Δημ. 736. 7, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., κτλ. 2) = λήκυθος Ι. 2, Συνέσ. 55C. ΙΙ. ὄνομα τῆς τροχαϊκῆς ἑφθημιμερίδος λαβούσης τὴν ἀρχήν της ἐκ τοῦ τύπου, ληκύ

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fiole à huile.
Étymologie: λήκυθος.

Greek Monolingual

ληκύθιον, τὸ (Α) λήκυθος
1. μικρό δοχείο, φιαλίδιο για λάδι ή μύρο
2. ονομ. της τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο του Αριστοφ. ληκύ/θιον απ/ώλεσ/εν (Βάτρ. 1246).

Greek Monotonic

ληκύθιον: [ῠ], τό, υποκορ. του λήκυθος, μικρή φιάλη λαδιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ληκύθιον: (ῠ) τό пузырек для масла Arph., Dem.

Middle Liddell

ληκύ˘θιον, ου, τό, [Dim. of λήκυθος,]
a small oil-flask, Ar.

English (Woodhouse)

bottle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)