ξενοκτόνος: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ξενο-[[κτόνος]], ον, [[κτείνω]]<br />[[slaying]] guests or strangers, Eur., Aeschin. | |mdlsjtxt=ξενο-[[κτόνος]], ον, [[κτείνω]]<br />[[slaying]] guests or strangers, Eur., Aeschin. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[killing strangers]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A slaying guests or strangers, E.IT53, Aeschin.3.224 ; ξ. ἵπποι Scymn.669, cf. Plu.Mar. 8.
German (Pape)
[Seite 277] Fremde od. Gastfreunde tödtend; τιμαί, τέχνη, Eur. I. T. 53. 776; Aesch. 3, 224; Luc. D. D. 16, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς παρ’ αὐτῷ ξενιζομένους ἢ ξένους, Εὐρ. Ι. Τ. 53, 776, Αἰσχίν. 85, Πλουτ. Μάρ. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, κτείνω.
Greek Monolingual
ξενοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη χώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μνηστηρο-κτόνος.
Greek Monotonic
ξενοκτόνος: ον (κτείνω), αυτός που φονεύει φιλοξενούμενους ή ξένους, σε Ευρ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ξενοκτόνος: убивающий чужеземцев или гостей Eur., Aeschin., Plut., Luc.
Middle Liddell
ξενο-κτόνος, ον, κτείνω
slaying guests or strangers, Eur., Aeschin.