ξύλωσις: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(1ba) |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from ξῠλόω]<br />the [[woodwork]] of a [[house]], [[frame]]-[[work]], Thuc. | |mdlsjtxt=[from ξῠλόω]<br />the [[woodwork]] of a [[house]], [[frame]]-[[work]], Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[woodwork]], [[woodwork of a building]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 4 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A wood-work of a building, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Th.2.14 ; στοιῆς Milet.3.32 (iii B.C.), J.AJ3.6.5.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, der hölzerne Theil des Hauses, das Balkenwerk, τῶν οἰκιῶν καθαιροῦντες τὴν ξύλωσιν, Thuc. 2, 14, vgl. 4, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ξύλωσις: ἡ, τὸ ξύλινον μέρος τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς ξύλον μεταβολή, Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
construction en bois, boiserie, charpente.
Étymologie: ξύλον.
Greek Monotonic
ξύλωσις: ἡ, ξύλινο μέρος σπιτιού, ο ξύλινος σκελετός του, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ξύλωσις: εως (ῠ) ἡ деревянная конструкция, деревянные части, сруб (τῶν οἰκιῶν Thuc.).
Middle Liddell
[from ξῠλόω]
the woodwork of a house, frame-work, Thuc.