ἀνδροφθόρος: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
(CSV import) |
|||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φθείρω]] [cf. [[ἀνδρόφθορος]]<br /><b class="num">I.</b> man-[[destroying]], [[murderous]], Soph. | |mdlsjtxt=[[φθείρω]] [cf. [[ἀνδρόφθορος]]<br /><b class="num">I.</b> man-[[destroying]], [[murderous]], Soph. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[murderous]], [[destroying men]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A man-destroying, murderous, μοῖρα Pi.Fr.177; εχιδνα S.Ph.266. II proparox., ἀνδρόφθορον αῖμα the blood of a slain man, Id.Ant.1022.
German (Pape)
[Seite 219] Männer verderbend, tödtend, μοῖρα Pind. frg. 164; ἔχιδνα Soph. Phil. 266; – aber ἀνδρόφθορον αἷμα, das Blut des Gemordeten, Ant. 1009 (vgl. τραγόκτονον αἷμα), obwohl Andere auch hier »Männer verderbend« übersetzen, da durch die Besudelung der Altäre mit diesem Blute Verderben über die Stadt kam.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροφθόρος: -ον, (φθείρω) ὁ φθορὰν τοῖς ἀνδράσι προξενῶν, φονικός, μοῖρα Πινδ. Ἀποσπ. 164· ἔχιδνα Ζοφ. Φ. 266. ΙΙ. προπαροξ. ἀνδρόφθορον αἷμα, = ἀνδρὸς ἐφθαρμένου αἷμα, δηλ. φονευθέντος, ὁ αὐτ. Ἀντ. 1022· πρβλ. τραγόκτονος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
funeste aux hommes.
Étymologie: ἀνήρ, φθείρω.
English (Slater)
ἀνδροφθόρος
1 man destroying ]ἀνδροφθόρον fr. 177b.
Spanish (DGE)
-ον
destructor de hombres μοῖρα Pi.Fr.177b, ἔχιδνα S.Ph.266.
Greek Monolingual
ἀνδροφθόρος, -ον (Α)
1. φονικός
2. (προπαροξ.-φρ.) «ἀνδρόφθορον αἷμα» — αίμα σκοτωμένου.
Greek Monotonic
ἀνδροφθόρος: -ον (φθείρω),
I. αυτός που καταστρέφει άνδρες, φονικός, καταστροφικός, σε Σοφ.
II. προπαροξ., ἀνδρόφθορον αἷμα, το αίμα σφαγιασμένου άνδρα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροφθόρος: губящий людей, смертоносный (μοῖρα Pind.; ἔχιδνα Soph.).
Middle Liddell
φθείρω [cf. ἀνδρόφθορος
I. man-destroying, murderous, Soph.