ἀγχώμαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄγχι]] [[ὁμαλός]]<br />[[nearly]] [[equal]], ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Thuc.; ἀγχ. [[μάχη]] a [[doubtful]] [[battle]], Thuc.: — as adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. [[aequo]] Marte pugnare, Thuc. adv. -λως, Luc.
|mdlsjtxt=[[ἄγχι]] [[ὁμαλός]]<br />[[nearly]] [[equal]], ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Thuc.; ἀγχ. [[μάχη]] a [[doubtful]] [[battle]], Thuc.: — as adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. [[aequo]] Marte pugnare, Thuc. adv. -λως, Luc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[doubtful in result]], [[evenly contested]], [[of a battle]]
}}
}}

Revision as of 15:45, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχώμᾰλος Medium diacritics: ἀγχώμαλος Low diacritics: αγχώμαλος Capitals: ΑΓΧΩΜΑΛΟΣ
Transliteration A: anchṓmalos Transliteration B: anchōmalos Transliteration C: agchomalos Beta Code: a)gxw/malos

English (LSJ)

ον, (ὁμαλός)

   A nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th. 3.49; ἀ. μάχη a doubtful battle, Id.4.134; τὴν νίκην ἐν ἀγχωμάλψ καταλιπόντες J.BJ6.2.6; τὸ πλῆθος οὐκ ἀ. Plu.Caes.42, cf. D.H.5.14:—neut. pl. as Adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Th.7.71; ἀ. σφισι ἐγένετο Luc.Herm.12. Adv. -άλως Id.VH 2.37, App.Praef.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχώμᾰλος: -ον, (ὁμαλὸς) ὁ σχεδὸν ἴσος, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, Θουκ. 3. 49, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 14· ἀγχ. μάχη, ἀμφιβόλου ἀποτελέσματος, ἰσόρροπος μάχη, Θουκ. 4. 134· νίκη, Πλουτ. Ὄθων 13· οὐκ ἀγχ. τὸ πλῆθος, ὁ αὐτ. Καῖσ. 42· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, λατ. aequo Marte pugnare, Θουκ. 7. 71· ἀγχώμαλά σφισιν ἐγένετο, Λουκ. Ἑρμ. 12. Ἐπίρρ. -άλως, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
presque égal : ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; ἀγχώμαλος μάχη THC combat incertain;
adv. • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l’indécision (momentanée) du combat.
Étymologie: ἄγχι, ὁμαλός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1casi igual, equilibrado ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th.3.49, πλήθει τε ἀγχώμαλοι μάλιστα αἱ δυνάμεις D.H.5.14, πλῆθος οὐκ ἀγχώμαλον Plu.Caes.42, τὰ ... φασιν ... ἀγχώμαλα σφίσι γενέσθαι Luc.Herm.12.
2 indeciso, dudoso μάχη Th.4.134, Arr.Fr.Hist.inc.5, νίκην ἐν ἀγχωμάλῳ καταλιπόντες I.BI 6.148, ἀγχωμάλου τῆς ναυμαχίας οὔσης D.C.50.33.1.
3 ret. de argumentos inseguro, débil D.H.Rh.10.4.
II neutro plu. como adv. de victoria dudosa, de manera equilibrada ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν Th.7.71, ἀγωνίζεσθαι D.C.36.10.3.
III adv. -ως equilibradamente, con resultado incierto ἀ. ἐπὶ πολὺ ναυμαχοῦντες Luc.VH 2.37, cf. App.Praef.11.

Greek Monotonic

ἀγχώμᾰλος: -ον (ἄγχι, ὁμαλός), σχεδόν ίσος· ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, σε Θουκ.· ἀγχώμαλος μάχη, αμφίρροπη μάχη, στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Λατ. aequo Marte pugnare, στον ίδ.· επίρρ. ἀγχωμάλως, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχώμαλος: приблизительно равный, т. е. без перевеса на чьей-л. стороне, с неопределенным исходом (μάχη Thuc., Plut.): ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι Thuc. голоса их разделились почти поровну.

Middle Liddell

ἄγχι ὁμαλός
nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Thuc.; ἀγχ. μάχη a doubtful battle, Thuc.: — as adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Thuc. adv. -λως, Luc.

English (Woodhouse)

doubtful in result, evenly contested, of a battle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)