μελίφρων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melifron
|Transliteration C=melifron
|Beta Code=meli/frwn
|Beta Code=meli/frwn
|Definition=ον, gen. ονος, (φρήν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sweet to the mind, delicious</b>, ὕπνος <span class="bibl">Il.2.34</span>, B.<span class="title">Fr.</span>3.10; οἶνος <span class="bibl">Il.6.264</span>, <span class="bibl">Od.7.182</span>, etc.; μ. θυμός <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>428</span>; νόστος <span class="bibl">Simon.119</span>; σκόλιον <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>122.11</span>; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>7.11</span>; μ. δεσμὸν ἐρώτων <span class="bibl">Coluth. 95</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[whose care is honey]], Ἀρισταῖος <span class="bibl">A.R.4.1132</span>.</span>
|Definition=ον, gen. ονος, (φρήν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sweet to the mind]], [[delicious]], ὕπνος <span class="bibl">Il.2.34</span>, B.<span class="title">Fr.</span>3.10; οἶνος <span class="bibl">Il.6.264</span>, <span class="bibl">Od.7.182</span>, etc.; μ. θυμός <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>428</span>; νόστος <span class="bibl">Simon.119</span>; σκόλιον <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>122.11</span>; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>7.11</span>; μ. δεσμὸν ἐρώτων <span class="bibl">Coluth. 95</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[whose care is honey]], Ἀρισταῖος <span class="bibl">A.R.4.1132</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφρων Medium diacritics: μελίφρων Low diacritics: μελίφρων Capitals: ΜΕΛΙΦΡΩΝ
Transliteration A: melíphrōn Transliteration B: meliphrōn Transliteration C: melifron Beta Code: meli/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A sweet to the mind, delicious, ὕπνος Il.2.34, B.Fr.3.10; οἶνος Il.6.264, Od.7.182, etc.; μ. θυμός Hes.Sc.428; νόστος Simon.119; σκόλιον Pi.Fr.122.11; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Id.N.7.11; μ. δεσμὸν ἐρώτων Coluth. 95.    II Act., whose care is honey, Ἀρισταῖος A.R.4.1132.

German (Pape)

[Seite 125] ονος, durch Süßigkeit das Herz erfreuend; οἶνος, Il. 24, 284 Od. 7, 182; auch πυρός, σῖτος u. ὕπνος, Il. 2, 34, wie Bacchyl. Stob. fl. 55, 3; θυμός, Hes. Sc. 428; αἰτία, Pind. N. 7, 11; βάρβιτος, Ep. in Mus. (IX, 504); μῦθοι, Ap. Rh. 5, 458; καρπός, 2, 1003; δασμὸς ἐρώτων, Coluth. 94. – Aber im eigtl. Sinne heißt Aristaios so, der für den Honig sorgt od. ihn erfunden hat, Ap. Rh. 4, 1132.

Greek (Liddell-Scott)

μελίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, εὐχάριστος, τερπνός, μελίφρων ὕπνος Ἰλ. Β. 34· οἶνον μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· νόστος Σιμωνίδ. 120· σκόλιον Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.

French (Bailly abrégé)

gén. ονος;
doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φρήν.

English (Autenrieth)

honey-minded, honeylike, sweet.

English (Slater)

μελίφρων
   1 honey sweet to the mind μελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11) μελίφρονι αὐδ[ᾷ (hiatus notabilis.) Πα.… τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14.

Greek Monolingual

μελίφρων, -ον (Α)
1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.)
2. (ως προσωνυμία του Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μαλακό-φρων].

Greek Monotonic

μελίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, τερπνός, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μελίφρων: 2, gen. ονος услаждающий душу (οἶνος, σῖτος, ὕπνος Hom.; θυμός Hes.; βάρβιτος Anth.).

Middle Liddell

μελί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
sweet to the mind, delicious, Hom., Hes.