κατάχρεος: Difference between revisions
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katachreos | |Transliteration C=katachreos | ||
|Beta Code=kata/xreos | |Beta Code=kata/xreos | ||
|Definition=ον, alsoκατ-χρέως, of persons, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[involved in debt]], <span class="bibl">Plb.13.1.1</span>, <span class="bibl">Agatharch.<span class="title">Fr.Hist.</span>16</span> J., <span class="bibl">D.S.19.9</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>48</span>, etc.; -χρεως δανείοις <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.101</span>: metaph., -<b class="b3">χρεος ἁμαρτίας</b> [[involved in]]... <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span> 1.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of things, τὰ κ. | |Definition=ον, alsoκατ-χρέως, of persons, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[involved in debt]], <span class="bibl">Plb.13.1.1</span>, <span class="bibl">Agatharch.<span class="title">Fr.Hist.</span>16</span> J., <span class="bibl">D.S.19.9</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>48</span>, etc.; -χρεως δανείοις <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.101</span>: metaph., -<b class="b3">χρεος ἁμαρτίας</b> [[involved in]]... <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span> 1.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of things, τὰ κ. [[that which is owing]], [[debts]], IG14.759.20 (Naples); <b class="b3">τὸ κ. κεφάλαιον</b> dub. in <span class="bibl">Philem.88.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ον, alsoκατ-χρέως, of persons,
A involved in debt, Plb.13.1.1, Agatharch.Fr.Hist.16 J., D.S.19.9, App.Mith.48, etc.; -χρεως δανείοις S.E.M.5.101: metaph., -χρεος ἁμαρτίας involved in... LXX Wi. 1.4. II of things, τὰ κ. that which is owing, debts, IG14.759.20 (Naples); τὸ κ. κεφάλαιον dub. in Philem.88.9.
German (Pape)
[Seite 1392] att. κατάχρεως, verschuldet, verpfändet; καὶ ἄποροι D. Sic. 19, 9; καὶ ἄτιμοι D. Hal. 9, 15; Pol. bei Ath. XII, 527 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχρεος: -ον, ἐπὶ προσώπων, κατακεκαλυμμένος ὑπὸ χρεῶν, διὰ τὴν τῶν πολέμων συνέχειαν καὶ τὴν τῶν βίων πολυτέλειαν κ. ἐγένοντο Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 527Α· κ. γενόμενοι καὶ τὰ δάνεια ἀποδοῦναι ἀδυνατοῦντες… ἤλπιζον ἕξειν χρεῶν ἀποκοπὰς 528Α· ἄποροι καὶ κ. Διόδ. 19. 9· ἄτιμοι καὶ κ. Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Ρωμ. 9, 15, κτλ.· μεταφρ., κατάχρεος ἁμαρτίας, περιπεπλεγμένος, βεβυθισμένος εἰς…, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. 1. 4)· παρὰ τῷ Συνεσ. 162Α, κατάχρεως ων. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., οὐσία, κτήματα κατάχρεα ἢ κατάχρεω, ὑπόχρεω, ὑπέγγυα, παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 9 ἢ πιθαν. γραφὴ εἶναι: τὸ κατάχρεον κεφάλαιον τὸ δεδανεισμένον δηλ. πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 20 διδόσθω τὰ κατάχρεα, ἂς πληρωθῶσι τὰ ὀφειλόμενα αὐτῇ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάχρεος, -ον και κατάχρεως, -ων)
αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το κατάχρεα
τα οφειλόμενα, τα χρέη
2. φρ. α) μτφ. «κατάχρεως ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην αμαρτία (ΠΔ)
β) «κατάχρεον κεφάλαιον» — το δανεισμένο κεφάλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χρεως (< χρέος), πρβλ. υπέρ-χρεως, υπό-χρεως].
Russian (Dvoretsky)
κατάχρεος: обремененный долгами (κατάχρεοι καὶ ἄποροι Diod.).