στυλοβάτης: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(39) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stylovatis | |Transliteration C=stylovatis | ||
|Beta Code=stuloba/ths | |Beta Code=stuloba/ths | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ου</b>, Dor. στῡλο-βάτας, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ᾰ], ου</b>, Dor. στῡλο-βάτας, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[base of a column]], [[stylobate]], <span class="bibl">Pl.Com.42</span>, <span class="title">Delph.</span>3(5).88 <span class="title">C</span>2 (iv B.C.), <span class="title">IG</span>22.1668.40, 42(1).102.8, al. (Epid., iv B.C.), <span class="title">Inscr.Délos</span> 365.30 (iii B.C.), <span class="bibl">Hero <span class="title">Aut.</span>16.1</span>, Vitr. 3.4.2, 4.8.2.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:25, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. στῡλο-βάτας, ὁ,
A base of a column, stylobate, Pl.Com.42, Delph.3(5).88 C2 (iv B.C.), IG22.1668.40, 42(1).102.8, al. (Epid., iv B.C.), Inscr.Délos 365.30 (iii B.C.), Hero Aut.16.1, Vitr. 3.4.2, 4.8.2.
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, Säulenfuß, Plat. com. bei Poll. 7, 121.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ βάσις στύλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορτ.» 12, Ἥρων ἐν «Αὐτομ.» 259Β, Βιτρούβ. 3. 3., 4. 7.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και δωρ. τ. στυλοβάτας Α
βάση στύλου, υπόβαθρο, κν. στυλοπάτι
νεοελλ.
1. μτφ. βασικός υποστηρικτής, θεμελιωτής («στυλοβάτης της κυβέρνησης»)
2. αρχαιολ. η άνω επιφάνεια του κρηπιδώματος ναού η οποία αποτελείται από μεγάλες τετράγωνες πλάκες άριστα κατεργασμένες και προσαρμοσμένες η μία προς την άλλη και πάνω στην οποία στηρίζονται οι κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και δωρ. τ. στυλοβάτας Α
βάση στύλου, υπόβαθρο, κν. στυλοπάτι
νεοελλ.
1. μτφ. βασικός υποστηρικτής, θεμελιωτής («στυλοβάτης της κυβέρνησης»)
2. αρχαιολ. η άνω επιφάνεια του κρηπιδώματος ναού η οποία αποτελείται από μεγάλες τετράγωνες πλάκες άριστα κατεργασμένες και προσαρμοσμένες η μία προς την άλλη και πάνω στην οποία στηρίζονται οι κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης.