λιπογνώμων: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(3) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπογνώμων''': -ον, ([[γνώμων]] III) [[κυρίως]] ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, [[Ἴστρος]] παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀμνός]], Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· [[καθόλου]], ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, | |lstext='''λῐπογνώμων''': -ον, ([[γνώμων]] III) [[κυρίως]] ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, [[Ἴστρος]] παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀμνός]], Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· [[καθόλου]], ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, Πολυδ. Ζ΄, 184, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
A v. λειπογνώμων.
German (Pape)
[Seite 51] ον, = λειπογνώμων, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπογνώμων: -ον, (γνώμων III) κυρίως ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, Ἴστρος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀμνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· καθόλου, ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, Πολυδ. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
mieux que λειπογνώμων;
qui ne marque pas, càd qui a perdu ses dents et dont on ne peut connaître l’âge.
Étymologie: λείπω, γνώμη.
Greek Monolingual
λιπογνώμων, ὁ (Α)
βλ. λειπογνώμων.
Russian (Dvoretsky)
λῐπογνώμων: 2, gen. ονος потерявший зубы, т. е. неизвестного возраста (βοῦς Luc.).