κίχορα: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κίχορα''': -ων, τά, ἄγρια λάχανα, «ῥαδίκια», «πικραλίδες», Νικ. Ἀλ. 429· ― [[ὡσαύτως]] κιχόρεια, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 281) παρὰ Φωτ., [[Πολυδ]]. Ϛ', 62, [[μετὰ]] διάφ. γραφ. κιχόρια, ἀλλὰ τὸ cichorēa παρ’ Ὁρατ. ἐπιβεβαιοῖ τὸ πρῶτον. Παρὰ Θεοφρ. καὶ Διοσκ. κιχώρη, ἡ, κιχώριον, τό, [[εἶναι]] μόνον ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κιχόρη, κιχόριον. ῑ ἐν Νικ. ἔνθ. ἀνωτ.
|lstext='''κίχορα''': -ων, τά, ἄγρια λάχανα, «ῥαδίκια», «πικραλίδες», Νικ. Ἀλ. 429· ― [[ὡσαύτως]] κιχόρεια, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 281) παρὰ Φωτ., Πολυδ. Ϛ', 62, [[μετὰ]] διάφ. γραφ. κιχόρια, ἀλλὰ τὸ cichorēa παρ’ Ὁρατ. ἐπιβεβαιοῖ τὸ πρῶτον. Παρὰ Θεοφρ. καὶ Διοσκ. κιχώρη, ἡ, κιχώριον, τό, [[εἶναι]] μόνον ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κιχόρη, κιχόριον. ῑ ἐν Νικ. ἔνθ. ἀνωτ.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίχορα Medium diacritics: κίχορα Low diacritics: κίχορα Capitals: ΚΙΧΟΡΑ
Transliteration A: kíchora Transliteration B: kichora Transliteration C: kichora Beta Code: ki/xora

English (LSJ)

ων, τά,

   A chicory, Cichorium Intybus, Nic.Al.429:—also κιχόρη, ἡ, Thphr.HP7.7.1: κιχόριον, τό, ib.1.10.7, al. (= ἀναγαλλίς, Dsc.2.178, s.v.l.); so called in Egypt, Plin.HN19.129: in pl., Ar.Fr. 293 (nisi leg. κιχόρεια, cf. Lat.cǐchorē). [ῑ Nic.l.c., perh. metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1444] τά, Cichorien, Nic. Alex. 429.

Greek (Liddell-Scott)

κίχορα: -ων, τά, ἄγρια λάχανα, «ῥαδίκια», «πικραλίδες», Νικ. Ἀλ. 429· ― ὡσαύτως κιχόρεια, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 281) παρὰ Φωτ., Πολυδ. Ϛ', 62, μετὰ διάφ. γραφ. κιχόρια, ἀλλὰ τὸ cichorēa παρ’ Ὁρατ. ἐπιβεβαιοῖ τὸ πρῶτον. Παρὰ Θεοφρ. καὶ Διοσκ. κιχώρη, ἡ, κιχώριον, τό, εἶναι μόνον ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κιχόρη, κιχόριον. ῑ ἐν Νικ. ἔνθ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

κίχορα, τὰ (Α)
το φυτό κιχόριοκίχορα καρδαμίδας τε», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και κληρονόμησαν οι ρομανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. chicoree < λατ. cichorēa)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: chicory, Cichorium intybus. (Nic. Al. 429; ι, verse begin)
Other forms: κιχόρη f. (Thphr.), κιχόριον n. (Thphr., Dsc., Plin.), -ια pl. (Ar. Fr. 293; for -εια = Lat. cichorēa pl.?)
Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. DNP s.v. cichorei calls it growing in the mediterranean area, so Pre-Greek? But one type would come from Egypt.

Frisk Etymology German

κίχορα: {kíkhora}
Forms: κιχόρη f. (Thphr.), κιχόριον n. (Thphr., Dsk., Plin.), -ια pl. (Ar. Fr. 293; für -εια = lat. cĭchŏrēa pl.?)
Grammar: n. pl. (Nik. Al. 429; ι, Versanfang),
Meaning: Zichorie, Cichorium intybus.
Etymology : Ohne Etymologie.
Page 1,862