μυριόλεκτος: Difference between revisions
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡριόλεκτος''': -ον, ὁ [[μυριάκις]] λεχθείς, [[πολυθρύλητος]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17, πρβλ. | |lstext='''μῡριόλεκτος''': -ον, ὁ [[μυριάκις]] λεχθείς, [[πολυθρύλητος]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 206, Ἀρισταίν. 2. 20. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:44, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A said ten thousand times, X.HG5.2.17, Longin.Rh.p.190H., Poll.6.206, Aristaenet.2.20.
German (Pape)
[Seite 219] zehntausendmal, unzählige Male gesagt, Xen. Hell. 5, 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόλεκτος: -ον, ὁ μυριάκις λεχθείς, πολυθρύλητος, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 17, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 206, Ἀρισταίν. 2. 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
redit dix mille fois.
Étymologie: μυρίος, λέγω³.
Greek Monolingual
μυριόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ειπωθεί άπειρες φορές, χιλιοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιό-λεκτος].
Greek Monotonic
μῡριόλεκτος: -ον, αυτός που έχει ειπωθεί δέκα χιλιάδες φορές, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μῡριόλεκτος: сказанный бесчисленное множество раз, тысячекратно повторенный Xen.
Middle Liddell
μῡριό-λεκτος, ον
said ten thousand times, Xen.