παρήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρήμερος''': Δωρ. παρᾱμ-, ον, ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, καθημερινός, ἐσλὸν Πινδ. Ο. 1. 160. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶσαν δευτέραν ἡμέραν γιγνόμενος, ὡς τὸ [[ἑτερήμερος]], [[Πολυδ]]. Α΄, 65. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 373, Γ. Ν. Χατζιδάκι Αἱ δύο μέθοδοι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 373.
|lstext='''παρήμερος''': Δωρ. παρᾱμ-, ον, ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, καθημερινός, ἐσλὸν Πινδ. Ο. 1. 160. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶσαν δευτέραν ἡμέραν γιγνόμενος, ὡς τὸ [[ἑτερήμερος]], Πολυδ. Α΄, 65. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 373, Γ. Ν. Χατζιδάκι Αἱ δύο μέθοδοι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 373.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρήμερος Medium diacritics: παρήμερος Low diacritics: παρήμερος Capitals: ΠΑΡΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: parḗmeros Transliteration B: parēmeros Transliteration C: parimeros Beta Code: parh/meros

English (LSJ)

Dor. παρᾱμ-, ον,

   A coming day by day, daily, ἐσλόν Pi.O.1.99.    II every other day, Poll.1.65 cod. B.

German (Pape)

[Seite 521] 1) einen Tag um den andern, Poll. 1, 65. – 2) an jedem Tage stattfindend, Pind. Ol. 1, 99 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρήμερος: Δωρ. παρᾱμ-, ον, ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, καθημερινός, ἐσλὸν Πινδ. Ο. 1. 160. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶσαν δευτέραν ἡμέραν γιγνόμενος, ὡς τὸ ἑτερήμερος, Πολυδ. Α΄, 65. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 373, Γ. Ν. Χατζιδάκι Αἱ δύο μέθοδοι ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 373.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est de chaque jour, quotidien.
Étymologie: παρά, ἡμέρα.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, -ον, ΝΑ
αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα
αρχ.
αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ-ήμερος].

Greek Monotonic

παρήμερος: Δωρ. -άμερος, -ον, αυτός που εναλλάσσεται μέρα με τη μέρα, καθημερινός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παρήμερος: дор. παράμερος 2 (ᾱμ) каждодневный, повседневный (ἐσλόν Pind.).

Middle Liddell

παρ-ήμερος, δοριξ -άμερος, ον,
day by day, daily, Pind.