προσάνειμι: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα [[πόλις]], προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, | |lstext='''προσάνειμι''': ([[εἶμι]], Λατ. ibo) [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα [[πόλις]], προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.
German (Pape)
[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.
Greek (Liddell-Scott)
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.
French (Bailly abrégé)
monter jusqu’à.
Étymologie: πρός, ἄνειμι².
Greek Monolingual
Α
1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ
2. φρ. «προσανιοῡσα πόλις» — πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»].
Greek Monotonic
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), ανέρχομαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσάνειμι: εἶμι восходить, подниматься: τὸ μὲν ἄρτι ἀναβεβήχει, τὸ δ᾽ ἔτι προσανῄει Thuc. часть (афинских войск) уже поднялась, другая только еще поднималась.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-άνειμι omhoog gaan:. τὸ δ ’ ἔτι προσανῄει het andere deel (van het leger) was nog bezig naar boven te klimmen Thuc. 7.44.3.