πολυχρηματία: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυχρημᾰτία''': ἡ, [[ἀφθονία]] χρημάτων, πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4. 42, | |lstext='''πολυχρημᾰτία''': ἡ, [[ἀφθονία]] χρημάτων, πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4. 42, Πολυδ. Γ΄, 110. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A greatness of wealth, opp. εὐτέλεια, X.Smp.4.42, cf. Poll.3.110.
German (Pape)
[Seite 677] Besitz vieles Vermögens; Poll. 3, 110; bei Xen. Conv. 4, 42 Ggstz von εὐτέλεια.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρημᾰτία: ἡ, ἀφθονία χρημάτων, πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4. 42, Πολυδ. Γ΄, 110.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance de biens, richesse.
Étymologie: πολυχρήματος.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολυχρήματος
αφθονία χρημάτων, πολλά χρήματα, μεγάλος πλούτος.
Greek Monotonic
πολυχρημᾰτία: ἡ, αφθονία σε πλούτο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυχρημᾰτία: ἡ богатство, состоятельность Xen.