Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαύλιος: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαύλιος''': -α, -ον, = [[φαῦλος]], ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐπί τινων καρπῶν, [[τυχαῖος]], «πρόστυχος», φαυλότεροι φαυλίων μήλων Τηλεκλείδης ἐν «Ἀφικτύοσι» 2· φ. [[ἐλαία]] ἢ [[φαυλία]] μόνον, εἶδός τι ἐλαίας κοινῆς ἢ προστύχου, ἥτις φέρει τὸν κότινον, δηλ. ἡ ἀγρία [[ἐλαία]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3, περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12, Λουκ. Λεξιφάν. 5, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 14.
|lstext='''φαύλιος''': -α, -ον, = [[φαῦλος]], ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐπί τινων καρπῶν, [[τυχαῖος]], «πρόστυχος», φαυλότεροι φαυλίων μήλων Τηλεκλείδης ἐν «Ἀφικτύοσι» 2· φ. [[ἐλαία]] ἢ [[φαυλία]] μόνον, εἶδός τι ἐλαίας κοινῆς ἢ προστύχου, ἥτις φέρει τὸν κότινον, δηλ. ἡ ἀγρία [[ἐλαία]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3, περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12, Λουκ. Λεξιφάν. 5, Πολυδ. Ϛ΄, 14.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαύλιος Medium diacritics: φαύλιος Low diacritics: φαύλιος Capitals: ΦΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: phaúlios Transliteration B: phaulios Transliteration C: faylios Beta Code: fau/lios

English (LSJ)

α, ον,

   A = φαῦλος, only used of fruits, coarse, μῆλα φ. Telecl.4, Theopomp.Com.19; φ. ἐλαία, and φαυλία alone, a coarse kind of olive, produced from the κότινος or wild-olive, Thphr.CP6.8.3, HP2.2.12 (prob.), Od.15, Luc.Lex.5, Poll.6.45.

German (Pape)

[Seite 1259] = φαῦλος; – φαυλία ἐλαία, eine große, dickfleischige Olivenart, olea regia, Theophr.; Alciphr. 1, 21; μῆλα φαύλια, große od. schlechte Aepfel, Theophr. Vgl. Teleclid. bei Ath. III, 82 b.

Greek (Liddell-Scott)

φαύλιος: -α, -ον, = φαῦλος, ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐπί τινων καρπῶν, τυχαῖος, «πρόστυχος», φαυλότεροι φαυλίων μήλων Τηλεκλείδης ἐν «Ἀφικτύοσι» 2· φ. ἐλαίαφαυλία μόνον, εἶδός τι ἐλαίας κοινῆς ἢ προστύχου, ἥτις φέρει τὸν κότινον, δηλ. ἡ ἀγρία ἐλαία, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3, περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12, Λουκ. Λεξιφάν. 5, Πολυδ. Ϛ΄, 14.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de mauvaise qualité ; ἡ φαυλία LUC sorte d’olive charnue, mais cotonneuse.
Étymologie: φαῦλος.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α φαῡλος
1. (για καρπό) ο κακής ποιότητας, άθλιος
2. φρ. «φαυλία ἐλαία» ή, απλώς, «φαυλία» — άγρια ελιά.