φυσητήρ: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῡσητήρ''': ῆρος, ὁ, [[ὄργανον]] πρὸς φύσησιν, σωλὴν φυσητηρίου, [[σωλήν]], φ. [[ὀστέϊνος]] Ἡρόδ. 4. 2. πρβλ. Διοσκ. 5. 85, Ὀππ. Ἁλ. 4. 463. 2) ὡς τὸ [[φῦσα]], [[φυσητήριον]] χαλκέως, φυσερόν, μουχάνι, | |lstext='''φῡσητήρ''': ῆρος, ὁ, [[ὄργανον]] πρὸς φύσησιν, σωλὴν φυσητηρίου, [[σωλήν]], φ. [[ὀστέϊνος]] Ἡρόδ. 4. 2. πρβλ. Διοσκ. 5. 85, Ὀππ. Ἁλ. 4. 463. 2) ὡς τὸ [[φῦσα]], [[φυσητήριον]] χαλκέως, φυσερόν, μουχάνι, Πολυδ. Ι΄, 147, Γαλην. 3) ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ [[φάλλαινα]] ἀναπνέει καὶ ἀναφυσᾷ τὸ [[ὕδωρ]], καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τῶν κητωδῶν ἰχθύων [[αὐλός]]», Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 12. 1· ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ [[σηπία]] ἐκτινάσσει τὸ [[μέλαν]], [[αὐτόθι]] 5. 6, 4. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος τὸν φυσητῆρα, Διοσκ. 5. 85· «φυσητὴρ καὶ τὸ [[ὄργανον]] ᾧ ἐμφυσᾷ ὁ χρώμενος, καὶ ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ τὸ [[ὄργανον]] μεταχειριζόμενος» Σουΐδ. ἐν λ. ἐξέλιπε. 2) [[εἶδος]] κήτους (πρβλ. Ι. 3), Στράβ. 145. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A instrument for blowing, blowpipe or tube, φ. ὀστέϊνοι Hdt.4.2, cf. Opp.H.4.463. 2 bellows, LXX Jb.32.19, Poll.10.147, Gal.2.717. 3 blow-hole or spiracle of whales, etc., Arist.HA566b3; the funnel through which the cuttle-fish squirts its ink, ib.541b17. II one who blows a pipe or bellows, Dsc.5.75 (v.l.), Suid. s.v. ἐξέλιπε. 2 a kind of whale, perh. Biscay whale, Str.3.2.7.
German (Pape)
[Seite 1317] ῆρος, ὁ, 1) ein Werkzeug zum Blasen, Pfeife, Röhre zum Aufblasen, Her. 4, 2. Daher – a) Blasebalg, Fächer, das Feuer anzufachen, Sp.; vgl. Poll. 10, 187. – b) die Blaseröhre, bes. der Wallfische, durch welche sie Luft mit Wasser ausspritzen, Arist. H. A. 6, 12, auch der Tintenfische, mit welcher sie den Tintenfast ausspritzen u. ihre Eier legen, Arist. H. A. 5, 6. – Der Wallfisch selbst heißt so, der Blaser, od. Blasesisch, Sp. – 2) der Blaser, der bläs't od. anbläs't, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσητήρ: ῆρος, ὁ, ὄργανον πρὸς φύσησιν, σωλὴν φυσητηρίου, σωλήν, φ. ὀστέϊνος Ἡρόδ. 4. 2. πρβλ. Διοσκ. 5. 85, Ὀππ. Ἁλ. 4. 463. 2) ὡς τὸ φῦσα, φυσητήριον χαλκέως, φυσερόν, μουχάνι, Πολυδ. Ι΄, 147, Γαλην. 3) ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ φάλλαινα ἀναπνέει καὶ ἀναφυσᾷ τὸ ὕδωρ, καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τῶν κητωδῶν ἰχθύων αὐλός», Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 12. 1· ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ σηπία ἐκτινάσσει τὸ μέλαν, αὐτόθι 5. 6, 4. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος τὸν φυσητῆρα, Διοσκ. 5. 85· «φυσητὴρ καὶ τὸ ὄργανον ᾧ ἐμφυσᾷ ὁ χρώμενος, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ τὸ ὄργανον μεταχειριζόμενος» Σουΐδ. ἐν λ. ἐξέλιπε. 2) εἶδος κήτους (πρβλ. Ι. 3), Στράβ. 145.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
sorte de flûte.
Étymologie: φυσάω.
Greek Monotonic
φῡσητήρ: -ῆρος, ὁ (φυσάω), όργανο για φύσημα, φυσητήριο ή σωλήνας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
φῡσητήρ: ῆρος ὁ
1) трубка Her., Arst.;
2) (у китов) дыхало Arst.
Middle Liddell
φῡσητήρ, ῆρος, ὁ, φυσάω
an instrument for blowing, blowpipe or tube, Hdt.