χαλκουργία: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκουργία''': ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ [[ἔργον]] τοῦ χαλκουργοῦ, | |lstext='''χαλκουργία''': ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ [[ἔργον]] τοῦ χαλκουργοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 104. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χαλκουργός]]<br />η [[τέχνη]] και το [[επάγγελμα]] του χαλκουργού. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[χαλκουργός]]<br />η [[τέχνη]] και το [[επάγγελμα]] του χαλκουργού. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A working in bronze, Poll.7.104.
German (Pape)
[Seite 1332] ἡ, das Arbeiten in Kupfer (?).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκουργία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ ἔργον τοῦ χαλκουργοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 104.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χαλκουργός
η τέχνη και το επάγγελμα του χαλκουργού.