ἐνοικίδιος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνοικίδιος''': -ον, ἢ α, ον, ([[οἰκία]]) ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, [[κατοικίδιος]], [[οἰκιακός]], Κλήμ. Ἀλ. 189, [[Πολυδ]]. Ι΄, 156.
|lstext='''ἐνοικίδιος''': -ον, ἢ α, ον, ([[οἰκία]]) ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, [[κατοικίδιος]], [[οἰκιακός]], Κλήμ. Ἀλ. 189, Πολυδ. Ι΄, 156.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοικίδιος Medium diacritics: ἐνοικίδιος Low diacritics: ενοικίδιος Capitals: ΕΝΟΙΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: enoikídios Transliteration B: enoikidios Transliteration C: enoikidios Beta Code: e)noiki/dios

English (LSJ)

ον, or α, ον,

   A domestic, ὄρνιθες Poll.10.156.

German (Pape)

[Seite 849] im Hause befindlich; σκεύη, Hausgeräth, Clem. Al.; ὄρνιθες, Hausvögel, Poll. 10, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοικίδιος: -ον, ἢ α, ον, (οἰκία) ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, κατοικίδιος, οἰκιακός, Κλήμ. Ἀλ. 189, Πολυδ. Ι΄, 156.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 doméstico ὄρνιθες Poll.10.156, Porph.Abst.4.16, cf. Sch.Pi.O.12.20, σκεύη Clem.Al.Paed.2.3.37.
2 ref. a divinidades doméstico, de la casa τοῖς ἐνοικιδίοις θεοῖς Διὶ Κτησίῳ καὶ Τύχῃ καὶ Ἀσκληπιῷ IStratonikeia 283.8 (Panamara II/III d.C.), cf. 217.4 (Panamara II d.C.), Milet 6(3).1312 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

ἐνοικίδιος, -ον και ἐνοικίδιος, -ία, -ον (AM) οικίδιος
αυτός που βρίσκεται μέσα στην οικία, οικιακός, κατοικίδιος.