ὁμοιωτής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τι ὅμοιον [[πρός]] τι· [[μιμητής]], [[ζωγράφος]], | |lstext='''ὁμοιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τι ὅμοιον [[πρός]] τι· [[μιμητής]], [[ζωγράφος]], Πολυδ. Ζ΄, 126. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμοιωτής]], ὁ (Α) [[ομοιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που καθιστά [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[ζωγράφος]], [[γλύπτης]]. | |mltxt=[[ὁμοιωτής]], ὁ (Α) [[ομοιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που καθιστά [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[ζωγράφος]], [[γλύπτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:29, 7 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who likens, = μιμητής, condemned by Poll.7.126.
German (Pape)
[Seite 337] ὁ, der Aehnlichmachende, bes. der Bildner, bei Poll. 7, 126 für ζωγράφος getadelt.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τι ὅμοιον πρός τι· μιμητής, ζωγράφος, Πολυδ. Ζ΄, 126.
Greek Monolingual
ὁμοιωτής, ὁ (Α) ομοιώ
1. αυτός που καθιστά κάτι όμοιο με κάτι άλλο
2. ζωγράφος, γλύπτης.