ῥώθων: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥώθων''': -ωνος, ὁ, [[μυκτήρ]], Ἱππιατρ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ μυκτῆρες, «ῥουθούνια», Νικ. Θ. 213, Ἀλεξιφ. 117, Στράβ. 312, | |lstext='''ῥώθων''': -ωνος, ὁ, [[μυκτήρ]], Ἱππιατρ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ μυκτῆρες, «ῥουθούνια», Νικ. Θ. 213, Ἀλεξιφ. 117, Στράβ. 312, Πολυδ. 2. 72, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A nose, Heraclid.Tar. ap. Gal.12.692, Hippiatr.21: mostly in pl., nostrils, Nic.Th.213, Al.117, D.H.Comp.14,22, Str.7.4.8, Poll.2.72, Horap.2.68:—ῥώθυνες· μυκτῆρες, Hsch. (Aeol. ?).
German (Pape)
[Seite 854] ωνος, ὁ, die Nase, gew. im plur., die Nasenlöcher; D. Hal. C. V. 14; Nic. Th. 213 Al. 117; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥώθων: -ωνος, ὁ, μυκτήρ, Ἱππιατρ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ μυκτῆρες, «ῥουθούνια», Νικ. Θ. 213, Ἀλεξιφ. 117, Στράβ. 312, Πολυδ. 2. 72, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
narine ; d’ord. au pl. οἱ ῥώθωνες narines, nez.
Étymologie: DELG apparenté à ῥόθος.
Greek Monotonic
ῥώθων: -ωνος, ὁ, μύτη· κυρίως, στον πληθ., τα ρουθούνια, σε Στράβ.