παιπάλλω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(30) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paipallo | |Transliteration C=paipallo | ||
|Beta Code=paipa/llw | |Beta Code=paipa/llw | ||
|Definition= | |Definition=[[σείω]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:35, 8 July 2020
English (LSJ)
σείω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 443] = πάλλω, Hesych. erkl. σείω.
Greek (Liddell-Scott)
παιπάλλω: σείω.
Greek Monolingual
παιπάλλω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σείω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επιτακτικό τ. του πάλλω «ταράζω, ταρακουνώ», με διπλασιασμό κατ' επίδραση του παιπάλη (πρβλ. πάλη [ΙΙ]).