ἀργύφεος: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(1a) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyfeos | |Transliteration C=argyfeos | ||
|Beta Code=a)rgu/feos | |Beta Code=a)rgu/feos | ||
|Definition=[<b class="b3">ῠ], η, ον,</b> Ep. Adj. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ῠ], η, ον,</b> Ep. Adj. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[silver-shining]], [[silver-white]], σπέος <span class="bibl">Il.18.50</span>; φᾶρος <span class="bibl">Od.5.230</span>; ἐσθής <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>574</span>; νάματα <span class="title">AP</span>9.633 (Damoch.); ὠεόν <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>70</span>, cf.<span class="title">Mus.Belg.</span>16.71 (Athens, ii A.D.), Epic. in <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 421.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:55, 9 July 2020
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, Ep. Adj.
A silver-shining, silver-white, σπέος Il.18.50; φᾶρος Od.5.230; ἐσθής Hes.Th.574; νάματα AP9.633 (Damoch.); ὠεόν Orph.Fr.70, cf.Mus.Belg.16.71 (Athens, ii A.D.), Epic. in POxy. 421.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργύφεος: [ῠ], -η, -ον, Ἐπ. ἐπίθ., λάμπων ὡς ἄργυρος, λευκὸς ὡς ἄργυρος, Ἰλ. Σ. 50, Ὀδ. Ε. 230. Ἡσ. Θ. 574· τὸ ἀργύφεος, ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἄργυρος, οἵαν τὸ λιγὺς πρὸς τὸ λιγυρός: (ἴδε ἐν λ. ἀργός).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
éclatant de blancheur.
Étymologie: ἀργός¹, φαίνω.
English (Autenrieth)
(root ἀργ): white shining, glittering; φᾶρος, Od. 5.230; σπέος, of the Nereids (cf. ἀργυρόπεζα), Il. 18.50.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [ῠ]
• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Hes.Fr.43a.73, Nonn.D.44.192]
de brillo argénteo σπέος Il.18.50, φᾶρος Od.5.230, ἐσθής Hes.Th.574, εἷμα Hes.Fr.l.c., ὠεόν Orph.Fr.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, ἅρμα Nonn.l.c., νάματα AP 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536.
Greek Monolingual
ἀργύφεος, -έη, -εον (Α)
αυτός που λάμπει σαν άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε -εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα].
Greek Monotonic
ἀργύφεος: [ῠ], -η, -ον (ἄργυρος), αυτός που είναι λευκός ή λαμπερός όπως το ασήμι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργύφεος: (ῠ) серебристый, сияющий серебром (σπέος Hom.; ἐσθής Hes.; νάματα Anth.).