γερούσιος: Difference between revisions
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=geroysios | |Transliteration C=geroysios | ||
|Beta Code=gerou/sios | |Beta Code=gerou/sios | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense" | |Definition=α, ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[for]] or [[befitting the]] <b class="b3">γέροντες, γ. οἶνος</b> wine [[drunk only by the chiefs]], <span class="bibl">Il.4.259</span>, <span class="bibl">Od.13.8</span>; <b class="b3">γ. ὅρκος</b> an oath [[taken by them]], <span class="bibl">Il.22.119</span>; <b class="b3">γερούσιον, τό</b>, [[perquisite of chiefs]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:14, 10 December 2020
English (LSJ)
α, ον, A for or befitting the γέροντες, γ. οἶνος wine drunk only by the chiefs, Il.4.259, Od.13.8; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.22.119; γερούσιον, τό, perquisite of chiefs, Hsch.
German (Pape)
[Seite 486] von γέρων, entstanden aus γερόντσιοσ oder γερόντιοσ; = was den γέροντες, d. h. den Vorstehern, den Aeltesten der Gemeinde, den Anführern des Volkes zukommt oder angehört; Hom. dreimal, den vierten Fuß schließend: Odyss. 13, 8 Iliad. 4, 259 γερούσιον αἴθοπα οἶνον Versende, den Ehrenwein, welchen die Geronten beim Könige trinken, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 19; Iliad. 22, 119 Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν, die Aeltesten der Gemeinde sollen einen Eid leisten.
Greek (Liddell-Scott)
γερούσιος: -α, -ον, ὁ προωρισμένος ἢ ἁρμόδιος διὰ τοὺς γέροντας, γ. οἶνος, ὃν πίνουσι μόνον οἱ ἀρχηγοί, Ἰλ. Δ. 259· γ. ὅρκος, ὃν δίδουσιν οἱ ἀρχηγοί, Χ. 119.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les vieillards : γερούσιος οἶνος IL, OD vin d’honneur qu’on versait aux vieillards, càd aux chefs ; γερούσιος ὅρκος IL serment que prononçaient les vieillards, càd les chefs.
Étymologie: γέρων.
English (Autenrieth)
pertaining to the council of the elders, senatorial; οἶνος, Od. 13.8; ὅρκος, Il. 22.119.
Spanish (DGE)
-α, -ον
propio del que tiene privilegio, de honor οἶνος Il.4.259, Od.13.8, ὅρκος juramento prestado por los nobles, Il.22.119.
Greek Monolingual
γερούσιος, -α, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες, δηλ. τους αρχηγούς (α. γερούσιος οϊνος» — το παλιό και καλό κρασί που πίνουν μόνο οι αρχηγοί
β. «γερούσιος ὅρκος» — ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερόντ-ιος < γέρων.
Greek Monotonic
γερούσιος: -α, -ον (γέρων), αυτός που έχει σχέση ή αρμόζει στους πρεσβύτερους ή στους αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· γερούσιος ὅρκος, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι αρχηγοί, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
γερούσιος:
1) преподносимый старейшинам, т. е. почетный (οἶνος Hom.);
2) приносимый старейшинами (ὅρκος Hom.).
Middle Liddell
γέρων
for or befitting the seniors or chiefs, Il.; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.