εὐερνής: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evernis | |Transliteration C=evernis | ||
|Beta Code=eu)ernh/s | |Beta Code=eu)ernh/s | ||
|Definition=ές, (ἔρνος) <span class="sense" | |Definition=ές, (ἔρνος) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[sprouting well]], [[flourishing]], δάφνα <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1100</span> (lyr.); of a kind of Cassia, Dsc.1.13; δένδρον-έστατον <span class="bibl">Ph.1.629</span>; of men and animals, [[well-grown]], Posidon.<span class="title">Fr.</span>28 J. (Comp.), <span class="bibl">Str.11.4.3</span>, <span class="title">Epigr.Gr.</span>314.10 (Smyrna): Comp. -έστερα, νήπια Gal.17(1).826; of countries, [[rich in plants]], <b class="b3">εὔβοτος καὶ εὐ</b>. <span class="bibl">Str.16.1.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:35, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, (ἔρνος) A sprouting well, flourishing, δάφνα E.IT1100 (lyr.); of a kind of Cassia, Dsc.1.13; δένδρον-έστατον Ph.1.629; of men and animals, well-grown, Posidon.Fr.28 J. (Comp.), Str.11.4.3, Epigr.Gr.314.10 (Smyrna): Comp. -έστερα, νήπια Gal.17(1).826; of countries, rich in plants, εὔβοτος καὶ εὐ. Str.16.1.24.
German (Pape)
[Seite 1066] ές, gut wachsend, blühend; δάφνη Eur. I. A. 1100; δένδρον Ael. H. A. 8, 26, u. so a. gp.; auch vom Lande, καὶ εὔβοτος Strab. XVI, 747, der es auch vom Vieh gebraucht, gut gedeihend, XI, 502, u. von Menschen, schön gewachsen, schlank, II, 103.
Greek (Liddell-Scott)
εὐερνής: -ές, (ἔρνος) καλῶς βλαστάνων, θάλλων, Εὐρ. Ι. Τ. 1100· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, καλῶς ηὐξημένος, εὔσωμος, Ποσειδώνιος παρὰ Στράβ. 103, πρβλ. 502, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 10· ἐπὶ χώρας, πλουσία εἰς φυτά, εὔβοτος καὶ εὐερνὴς Στράβ. 477. Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui pousse bien ; grand, élancé;
2 où les plantes poussent bien, couvert d’une riche végétation.
Étymologie: εὖ, ἔρνος.
Greek Monolingual
εὐερνής, -ές (Α)
1. αυτός που βλασταίνει καλά, ο θαλερός («δάφναν τε εὐερνέα», Ευρ.)
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που έχει καλά διαπλασμένο σώμα, ο εύσωμος («εὐερνέστερα νήπια», Γαλ.)
3. (για χώρα) αυτός που είναι πλούσιος σε φυτά («εὔβοτος καὶ εὐερνής», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ερνής (< έρνος «νεαρό φυτό»), πρβλ. δυσ-ερνής].
Greek Monotonic
εὐερνής: -ές (ἔρνος), αυτός που φυτρώνει καλά, ακμαίος, θαλερός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐερνής: прекрасно растущий, пышно разросшийся или высокий (δάφνη Eur.).
Middle Liddell
εὐ-ερνής, ές ἔρνος
sprouting well, flourishing, Eur.