εὐπερίσπαστος: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efperispastos | |Transliteration C=efperispastos | ||
|Beta Code=eu)peri/spastos | |Beta Code=eu)peri/spastos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[easy to pull away]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>2.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:50, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, A easy to pull away, X.Cyn.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.
Greek Monolingual
εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].
Greek Monotonic
εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-περίσπαστος, ον περισπάω
easy to pull away, Xen.
Chinese
原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 容易纏累的(1) 來12:1