ζώπυρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zopyros
|Transliteration C=zopyros
|Beta Code=zw/puros
|Beta Code=zw/puros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[glowing]], of desire, θερμὸν καὶ ζ. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[restorative]], ἔχει τι ζ. ὁ τοῦ προσώπου περισπογγισμός <span class="bibl">Sor. 2.28</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[glowing]], of desire, θερμὸν καὶ ζ. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>1.34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[restorative]], ἔχει τι ζ. ὁ τοῦ προσώπου περισπογγισμός <span class="bibl">Sor. 2.28</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:10, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώπῠρος Medium diacritics: ζώπυρος Low diacritics: ζώπυρος Capitals: ΖΩΠΥΡΟΣ
Transliteration A: zṓpyros Transliteration B: zōpyros Transliteration C: zopyros Beta Code: zw/puros

English (LSJ)

ον,    A glowing, of desire, θερμὸν καὶ ζ. Philostr.VA1.34.    2 restorative, ἔχει τι ζ. ὁ τοῦ προσώπου περισπογγισμός Sor. 2.28.

Greek (Liddell-Scott)

ζώπῠρος: -ον, (ζωός, πῦρ) ἀνάπτων, ἐξάπτων, ἐξεγείρων, Φιλόστρ. 42.

Greek Monolingual

-ο(ν) (Α ζώπυρος, -ον)
νεοελλ.
1. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ ζώπυρο(ν)
κομμάτι αναμμένου κάρβουνου που φυλάσσεται στη χόβολη για να χρησιμεύσει ως έναυσμα για το άναμμα της φωτιάς, σπινθήρας, σπίθα
2. μτφ. φρ. «τα ζώπυρα του πατριωτισμού» — ιδέες που εξάπτουν το πατριωτικό αίσθημα
αρχ.
1. αυτός που ζωογονεί, που ανάβει τη φωτιά
2. ζωογονητικός, δυναμωτικός
3. αυτός που ερεθίζει, που παροξύνει, που διεγείρει (κυρίως για τον πόθο)
4. το ουδ. ως ουσ. το ζώπυρον
α) ο φυσητήρας που χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς
β) μτφ. κάτι μικρό που περισώζεται και ζωογονεί, παρέχει ζωή, ξαναφέρνει στη ζωή
γ) αναλαμπή
δ) υπόλειμμα, απομεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -πυρος (< πυρ, πυρός), πρβλ. διά-πυρος, έμ-πυρος].