φυσητήρας

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

ο / φυσητήρ, -ῆρος, ΝΑ
1. το φυσερό
2. το όργανο της φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό
νεοελλ.
1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία του κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) της οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου οδοντοκήτους, μήκους έως και 18 μέτρα, μιας ογκώδους φάλαινας με μικρά ζυγά πτερύγια σαν κουπιά, με τεράστιο κεφάλι, που κατά την ανάδυσή της εκτοξεύει πρός τα εμπρός έναν μεγάλο πίδακα νερού από έναν ειδικό αναπνευστικό πόρο
β) ο ειδικός αυτός αναπνευστικός πόρος του αντίστοιχου ζώου
2. τεχνολ. γνωστότατο σε πολλούς λαούς από την αρχαιότητα μηχανικό όργανο παραγωγής κατευθυνόμενου ρεύματος αέρα, χρησιμοποιούμενο κυρίως για επιτάχυνση της καύσης τών ανθράκων στα χωνεία και στις εστίες τών μεταλλοχυτηρίων και μεταλλουργείων, καθώς και για την παροχή αέρα σε αερόφωνα μουσικά όργανα, κν. φυσερό ή φυσούνα
αρχ.
1. ο τεχνίτης που χρησιμοποιεί φυσερό
2. είδος κήτους («ὀρύγων τε καὶ φαλαινῶν καὶ φυσητήρων», Στράβ.)
3. η οπή από την οποία εκτοξεύει η σουπιά το μελάνι της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. -τήρ / -τηρας (πρβλ. κινη-τήρας)].

Translations

an: mancha; ar: كير; bat_smg: domplės; bg: духало; bn: হাপর; br: megin; ca: manxa; cs: měch; da: blæsebælg; de: Blasebalg; en: bellows; eo: balgo; es: fuelle; eu: hauspo; fi: palje; fr: soufflet; gl: fol; he: מפוח; hr: mijeh; id: ubub; is: físibelgur; it: mantice; ja: 鞴; kn: ತಿದಿ; ko: 풀무; ky: көрүк; la: follis fabrilis; lmo: mantes; lt: dumplės; lv: plēšas; ms: hububan; nl: blaasbalg; nn: blåsebelg; no: blåsebelg; pl: miech; pt: fole de ferreiro; sh: mijeh; simple: bellows; sv: bälg; ta: துருத்தி; tr: körük; uk: міх; zh: 风箱

Afrikaans: blaasbalk; Albanian: shakull; Arabic: مِنْفَاخ‎; Armenian: փուքս; Aromanian: foali; Azerbaijani: körük; Bashkir: күрек; Belarusian: сильфон; Bulgarian: духало; Catalan: manxa; Cebuano: tayhop; Chinese Mandarin: 風箱, 风箱; Czech: měch; Danish: blæsebælg; Dutch: blaasbalg; Esperanto: balgo; Estonian: lõõts; Finnish: palkeet; French: soufflet; Friulian: soflet; Galician: fol, barquín; German: Blasebalg; Greek: φυσητήρας, φυσερό, φυσούνα; Ancient Greek: φυσητήρ; Hausa: mafuri, zigazigai; Hungarian: fújtaró; Icelandic: físir, físar, físibelgur, físibelgir; Indonesian: puputan; Irish: boilg; Italian: soffietto, mantice; Japanese: 鞴; Korean: 풀무; Latin: follis; Latvian: plēšas; Lithuanian: dùmplės; Macedonian: мев; Malay: belos, hububan, ubub; Manchu: ᡥᡠᠵᡠᡴᡠ; Maori: pupuhiahi; Mongolian: хөөрөг; Nogai: коьрик; Norwegian Bokmål: blåsebelg; Nynorsk: blåsebelg; Occitan: bufet; Old Irish: bolg; Old Prussian: moasis; Polish: miech; Portuguese: fole; Romanian: foale; Russian: меха, мех, мехи; Serbo-Croatian: mijeh, mȇh; Slovak: mech; Somali: goosimo; Southern Altai: кӧрӱк; Spanish: fuelle; Sudovian: maisis; Swahili: mvukuto, mifua; Swedish: blåsbälg; Tagalog: bubulusan, bulusan, puwelye; Turkish: körük; Ukrainian: міх; Uzbek: bosqon, dam; Venetian: folo, foło, fol, supieto; Vietnamese: bễ; Welsh: megin; White Hmong: lwj; Zulu: izifutho