καρυοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(19) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karyovafis | |Transliteration C=karyovafis | ||
|Beta Code=karuobafh/s | |Beta Code=karuobafh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">stained with walnut-juice</b>, EM492.55, cf. Hsch. s.v. [[karuxr (ou=s]]) .</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:35, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, A stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s) .
German (Pape)
[Seite 1331] ές, mit Nußschaalen schwarz gefärbt, E. M 492 E., Erklg von καρύκινος, man vermuthet καρυκοβαφής.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν καρύων ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
καρυοβαφής, -ές (Α)
ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής].