μαρμαρογλυφία: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=marmaroglyfia
|Transliteration C=marmaroglyfia
|Beta Code=marmaroglufi/a
|Beta Code=marmaroglufi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sculpture in marble]], <span class="bibl">Str.10.5.7</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sculpture in marble]], <span class="bibl">Str.10.5.7</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:30, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρογλῠφία Medium diacritics: μαρμαρογλυφία Low diacritics: μαρμαρογλυφία Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΓΛΥΦΙΑ
Transliteration A: marmaroglyphía Transliteration B: marmaroglyphia Transliteration C: marmaroglyfia Beta Code: marmaroglufi/a

English (LSJ)

ἡ,    A sculpture in marble, Str.10.5.7.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾱρογλῡφία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ γλύφειν ὁμοιώματα ἢ κοσμήματα ἐπὶ μαρμάρου, Στράβων 487.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de sculpter un bloc de marbre.
Étymologie: μάρμαρος, γλύφω.

Greek Monolingual

η (Α μαρμαρογλυφία)
η τέχνη της κατεργασίας μαρμάρων, της κατασκευής μαρμάρινων ομοιωμάτων ή διακοσμητικών σχεδίων πάνω σε μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -γλυφία (< -γλυφος < γλύφω)].

Greek Monotonic

μαρμᾰρογλῠφία: ἡ, σκάλισμα ή γλυπτική σε μάρμαρο, σε Στράβ.

Middle Liddell

μαρμᾰρο-γλῠφία, ἡ,
sculpture in marble, Strab.