μεσότοιχος: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesotoichos
|Transliteration C=mesotoichos
|Beta Code=meso/toixos
|Beta Code=meso/toixos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[party-wall]], Milet.7.56 (Didyma), <span class="title">BCH</span>33.452 (Argos): metaph., <b class="b3">τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μ. διορύττειν</b> Eratosth.Cyren. ap. <span class="bibl">Ath.7.281d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b2">having a party-wall</b>, οἰκίαι <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.98.9</span> (ii/iii A.D.).</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[party-wall]], Milet.7.56 (Didyma), <span class="title">BCH</span>33.452 (Argos): metaph., <b class="b3">τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μ. διορύττειν</b> Eratosth.Cyren. ap. <span class="bibl">Ath.7.281d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b2">having a party-wall</b>, οἰκίαι <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.98.9</span> (ii/iii A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:10, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσότοιχος Medium diacritics: μεσότοιχος Low diacritics: μεσότοιχος Capitals: ΜΕΣΟΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: mesótoichos Transliteration B: mesotoichos Transliteration C: mesotoichos Beta Code: meso/toixos

English (LSJ)

ὁ,    A party-wall, Milet.7.56 (Didyma), BCH33.452 (Argos): metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μ. διορύττειν Eratosth.Cyren. ap. Ath.7.281d.    II as Adj., having a party-wall, οἰκίαι PAmh.2.98.9 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 140] ὁ, dasselbe, übertr., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μεσότοιχον διορύττειν, Eratosth. bei Ath. VII, 281 d.

Greek (Liddell-Scott)

μεσότοιχος: ὁ, τοῖχος χωρίζων δύο οἰκίας ἢ αὐλάς, κτλ., μεταφορ., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μεσότοιχον διορύττοντα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 281D.

Greek Monolingual

ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον)
1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία
2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα
νεοελλ.
εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια
αρχ.
ως επίθ. (για κτήριο) αυτός που έχει τέτοιου είδους τοίχο («μεσότοιχος οἰκία», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + τοῖχος (πρβλ. αργυρό-τοιχος)].