Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυττός: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myttos
|Transliteration C=myttos
|Beta Code=mutto/s
|Beta Code=mutto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dumb]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[γυναικεῖον αἰδοῖον]], Id.</span>
|Definition=όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dumb]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[γυναικεῖον αἰδοῖον]], Id.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:00, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττός Medium diacritics: μυττός Low diacritics: μυττός Capitals: ΜΥΤΤΟΣ
Transliteration A: myttós Transliteration B: myttos Transliteration C: myttos Beta Code: mutto/s

English (LSJ)

όν,    A dumb, Hsch.    II = γυναικεῖον αἰδοῖον, Id.

German (Pape)

[Seite 223] mutus, stumm, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μυττός: -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ γυναικεῖον» Ἡσύχ.· πρβλ. μύδος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
litt. « le muet » (antonyme de τιτίς en quelque sorte), pour désigner le sexe de la femme.
Étymologie: DELG plaisanterie.

Greek Monolingual

μυττός, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος)
καὶ τὸ γυναικεῑον (αἰδοῑον)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα -ττ- ανάγονται σε -κy-, (μυττός < μυ-κy-ός), ενώ είναι πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε επίσης και το γυναικείο αιδοίο, χρήση που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία κύριων ον., όπως λ. χ. Μυτᾶς, Μύτις, Μυτίων].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: τὸ γυναικεῖον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 218 compares βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον H, which proves Pre-Greek origin. Cf. μυκός
See also: s. μυκός