περίκηλος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(1ba)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikilos
|Transliteration C=perikilos
|Beta Code=peri/khlos
|Beta Code=peri/khlos
|Definition=ον<b class="b3">, κηλόν</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very dry, well-seasoned</b>, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα <span class="bibl">Od.5.240</span>, <span class="bibl">18.309</span>.</span>
|Definition=ον<b class="b3">, κηλόν</b>) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very dry, well-seasoned</b>, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα <span class="bibl">Od.5.240</span>, <span class="bibl">18.309</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:02, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκηλος Medium diacritics: περίκηλος Low diacritics: περίκηλος Capitals: ΠΕΡΙΚΗΛΟΣ
Transliteration A: períkēlos Transliteration B: perikēlos Transliteration C: perikilos Beta Code: peri/khlos

English (LSJ)

ον, κηλόν)    A very dry, well-seasoned, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.

German (Pape)

[Seite 579] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα πάλαι περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.

Greek (Liddell-Scott)

περίκηλος: -ον, (κῆλον) καθ’ ὑπερβολὴν ξηρός, καλῶς ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα πάλαι, περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sec ou desséché tout autour.
Étymologie: περικαίω.

English (Autenrieth)

very dry, well seasoned, Od. 5.240 and Od. 18.309.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός
2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κηλόν «ξηρό»].

Greek Monotonic

περίκηλος: -ον (κῆλον), υπερβολικά ξηρός, αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το ξύλο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

περίκηλος: хорошо просушенный, высохший (δένδρεα, ξύλα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-κηλος -ον zeer droog.

Middle Liddell

περί-κηλος, ον, κῆλον
exceeding dry, of timber, Od.