περιρραγής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perirragis | |Transliteration C=perirragis | ||
|Beta Code=perirragh/s | |Beta Code=perirragh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[torn]] or [[broken round about]], AP7.542 (Stat. Flacc.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:25, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, A torn or broken round about, AP7.542 (Stat. Flacc.).
Greek (Liddell-Scott)
περιρρᾰγής: -ές, διερρωγὼς πανταχόθεν, Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 brisé tout autour;
2 largement fendu ou écarté.
Étymologie: περιρρήγνυμι.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει σπάσει από παντού, ο σπασμένος γύρω γύρω, ο ολόγυρα ξεσχισμένος («περιρραγὴς τὰ χείλη», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β' ἐ-ρράγ-ην), πρβλ. ανα-ρραγής].
Greek Monotonic
περιρρᾰγής: -ές, σχισμένος ή σπασμένος παντού γύρω γύρω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
περιρρᾰγής: разбитый, сломанный на куски (ποταμοῦ τρύφος, т. е. πάγος Anth.).