πρόσπταισμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosptaisma | |Transliteration C=prosptaisma | ||
|Beta Code=pro/sptaisma | |Beta Code=pro/sptaisma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[stumble]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1138b3</span>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>58H.</span>; ἕλκη ἐκ προσπταις μάτων Gal. 12.286 (<b class="b3">προπτ-</b> codd.): metaph., <b class="b3">προσπταίς ματα τοῦ βίου</b> [[misfortunes]], <span class="bibl">Agatharch.49</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[whitlow]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>19.3</span> (pl.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Peregr.</span> 45</span>; π. δακτύλου Gal.7.136.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:29, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A stumble, Arist.EN1138b3, Ph.Fr.58H.; ἕλκη ἐκ προσπταις μάτων Gal. 12.286 (προπτ- codd.): metaph., προσπταίς ματα τοῦ βίου misfortunes, Agatharch.49. II whitlow, Thphr.Char.19.3 (pl.), Luc.Peregr. 45; π. δακτύλου Gal.7.136.
German (Pape)
[Seite 779] τό, der Anstoß u. die durch Anstoßen hervorgebrachte Beschädigung, Arist. Eth. 5, 9 u. Sp., wie τὸ ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. Peregr. 45; προσπταίσματος γενομένου περὶ τὸν δάκτυλον S. Emp. adv. math. 7, 232.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπταισμα: τό, τὸ προπταίειν, προσκόπτειν, πρόσκομμα, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 11, 8, Θεοφρ. Χαρ. 19, Λουκ. Περεγρ. 45, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 choc, heurt;
2 coup ou blessure provenant d’un choc.
Étymologie: προσπταίω.
Greek Monolingual
-αίσματος, τὸ, Α προσπταίω
1. γλίστρημα και πτώση, ολίσθημα («ἕλκη ἐκ προσπταισμάτων», Γαλ.)
2. παρωνυχίδα («πρόσπταισμα δακτύλου», Γαλ.)
3. φρ. «προσπταίσματα τοῦ βίου»
μτφ. οι δυστυχίες της ζωής.
Greek Monotonic
πρόσπταισμα: -ατος, τό, εμπόδιο ενάντια σε ένα πράγμα, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσπταισμα: ατος τό ушиб, повреждение (πλευρῖτις μείζων νόσος προσπταίσματος Arst.; ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. и περὶ τὸν δάκτυλον Sext.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσπταισμα -ατος, τό [προσπταίω] kneuzing.
Middle Liddell
πρόσπταισμα, ατος, τό,
a stumble against something, a stumble, Arist. [from προσπταίω