σπάταλος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spatalos | |Transliteration C=spatalos | ||
|Beta Code=spa/talos | |Beta Code=spa/talos | ||
|Definition=[<b class="b3">σπᾰ], ον</b>, <span class="sense" | |Definition=[<b class="b3">σπᾰ], ον</b>, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[wanton]], [[lascivious]], κλέμματα <span class="title">AP</span>5.17 (Rufin.); of persons, Bardesan. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>6.10</span>, <span class="bibl">Eust.1437.22</span>, etc., cf. Sm.<span class="title">De.</span> 28.54, <span class="title">AP</span>5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:35, 11 December 2020
English (LSJ)
[σπᾰ], ον, A wanton, lascivious, κλέμματα AP5.17 (Rufin.); of persons, Bardesan. ap. Eus.PE6.10, Eust.1437.22, etc., cf. Sm.De. 28.54, AP5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]
Greek (Liddell-Scott)
σπάτᾰλος: -ον, ἀκόλαστος, φιλήδονος, κλέμματα Ἀνθ. Π. 5. 18· ἐπὶ προσώπων, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 276Α, Εὐστ., κλπ.· - φέρεται ὀξυτόνως ἐν Ἀνθ. Π. 5. 27.
Greek Monolingual
-η, -ο / σπάταλος, -ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, -ή, -όν, Α
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν του μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από σπατάλη («σπάταλη διαχείριση»).
επίρρ...
σπάταλα Ν
με σπατάλη, χωρίς φειδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. της λ. σπατάλη.