στρωτήρ: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strotir | |Transliteration C=strotir | ||
|Beta Code=strwth/r | |Beta Code=strwth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[rafter laid upon]] the bearing beam; mostly in pl., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>72</span>; of a drunken man, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vert.</span>12</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>87.25</span>, <span class="bibl">Plb.5.89.6</span>, <span class="title">IG</span>12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, [[cross-beam]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>7</span>,<span class="bibl">78</span>; expld. by <b class="b3">σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι</b>, <span class="title">AB</span>302; opp. [[δοκοί]], <span class="bibl">Str.16.4.13</span>; difft. from [[δοκοί]] and [[ἀπότομα]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1546.8</span> (iii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:05, 11 December 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A rafter laid upon the bearing beam; mostly in pl., Ar.Fr.72; of a drunken man, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν Thphr.Vert.12, cf. IG22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), Ph.Bel.87.25, Plb.5.89.6, IG12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, cross-beam, Hp.Art.7,78; expld. by σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι, AB302; opp. δοκοί, Str.16.4.13; difft. from δοκοί and ἀπότομα, BGU1546.8 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 957] ῆρος, ὁ, 1) = στρώτης. – 2) der auf einem andern ruhende Querbalken an der Decke, Pol. 5, 89, 6; sprichwörtlich von einem Betrunkenen ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν, Theophr.; Ar. bei Poll. 10, 173. Auch die über die Dachsparren genagelten Latten, auf welche die Dachziegel gelegt werden; verschiedene Erkl. giebt B. A. 302.
Greek (Liddell-Scott)
στρωτήρ: -ῆρος, ὁ, (στρώννυμι) δοκὸς τῆς στέγης πλαγία προσηλωμένη ἐπὶ τῆς μεγάλης ἢ κεντρικῆς δοκοῦ· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54 (ἔνθα ὑπάρχει ἀναφορὰ εἰς τὴν ἐν τοῖς Α. Β. παροιμίαν περὶ ἀνθρώπου μεμεθυσμένου, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν), Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 12, Πολύβ. 5. 89, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454, πρβλ. Böckh Inscr. 1. 281· καθόλου, δοκὸς ἐγκαρσία, σταυροειδῶς ἐπικειμένη ἑτέρᾳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. 838· - πρβλ. Α. Β. 302, ἔνθα λέγεται ὅτι στρωτῆρες καλοῦνται καὶ αἱ σανίδες ἢ τὰ «πέτουρα» τὰ προσηλούμενα ἐπὶ τῶν μικροτέρων ἢ πλαγίων δοκῶν τῆς στέγης· ἀντίθετ. τῷ δοκοί, Στράβ. 773. ΙΙ. = στρώτης, Γρηγ. Ναζ.
Russian (Dvoretsky)
στρωτήρ: ῆρος ὁ στρώννυμι потолочная балка Arph., Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρωτήρ -ῆρος, ὁ [στρώννυμι] dwarsbalk.