συνεισπέμπω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneispempo | |Transliteration C=syneispempo | ||
|Beta Code=suneispe/mpw | |Beta Code=suneispe/mpw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[send into along with]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>12.43</span>codd.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:50, 12 December 2020
English (LSJ)
A send into along with, Ael.VH12.43codd.
German (Pape)
[Seite 1011] mit hineinschicken, Ael. H. A. 12, 43.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισπέμπω: μέλλ. -ψω, εἰσπέμπω ὁμοῦ μετά τινος, ἔνθα ὁ Κοραῆς διώρθωσε: συνεκπέμπω, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
envoyer qqe part avec.
Étymologie: σύν, εἰσπέμπω.
Greek Monolingual
Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῑς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].
Greek Monolingual
Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῑς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῑς υἱοῑς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].