σφαιρίζω: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfairizo | |Transliteration C=sfairizo | ||
|Beta Code=sfairi/zw | |Beta Code=sfairi/zw | ||
|Definition=Lacon. φαιρίδδω Hsch.:— <span class="sense" | |Definition=Lacon. φαιρίδδω Hsch.:— <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[play at ball]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>146a</span>, <span class="bibl">Damox.3.1</span>, <span class="bibl">Cleanth.Stoic.1.135</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span> 39</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., gloss on [[τυμπανίζομαι]], Hsch. s.v. [[ἐτυμπανίσθησαν]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:10, 12 December 2020
English (LSJ)
Lacon. φαιρίδδω Hsch.:— A play at ball, Pl.Tht.146a, Damox.3.1, Cleanth.Stoic.1.135, Plu.Alex. 39, etc. II Pass., gloss on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. φαιρίδδω, Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· νεανίας τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς σφαῖρα, ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς ἔδαφος ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
jouer à la balle.
Étymologie: σφαῖρα.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α σφαῑρα
παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. σφαιρίζομαι
α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».
Greek Monotonic
σφαιρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, παίζω με τη σφαίρα, παίζω τόπι, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιρίζω [σφαῖρα] balspelen.
Russian (Dvoretsky)
σφαιρίζω: играть в мяч Plat., Plut.