ἄσκαφος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askafos
|Transliteration C=askafos
|Beta Code=a)/skafos
|Beta Code=a)/skafos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not dug about]], ἄμπελοι <span class="bibl">Str.11.4.3</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not dug about]], ἄμπελοι <span class="bibl">Str.11.4.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:40, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκᾰφος Medium diacritics: ἄσκαφος Low diacritics: άσκαφος Capitals: ΑΣΚΑΦΟΣ
Transliteration A: áskaphos Transliteration B: askaphos Transliteration C: askafos Beta Code: a)/skafos

English (LSJ)

ον,    A not dug about, ἄμπελοι Str.11.4.3.

German (Pape)

[Seite 370] (σκάπτω), unbehackt, ἄμπελος Strab. 11.

Spanish (DGE)

(ἄσκᾰφος) -ον
agr. no labrado, no cavado γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.

Greek Monolingual

-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος»)
2. όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο χωράφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. άσκαφος < α- στερ. + -σκαφος < εσκάφην, σκάπτω
άσκαβος < α- στερ. + σκάβω
άσκαφτος < άσκαπτος
άσκαπτος < α- στερ. + σκαπτός < σκάπτω. Ο χ. άσκαπτος μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας].