ἐπιδεκτικός: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epidektikos | |Transliteration C=epidektikos | ||
|Beta Code=e)pidektiko/s | |Beta Code=e)pidektiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[capable of containing]] πόλεων <span class="bibl">Str.3.4.13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. [[capable of]], c.gen., <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.64</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.81 W.; [[admitting]], ἄρθρου <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>63.19</span>; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν <span class="bibl">Theon <span class="title">Prog.</span>10</span>; [[receptive]], <b class="b3">ἐ. αἴτιον</b>, opp. [[ποιητικόν]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Febr.</span>25</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 12 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A capable of containing πόλεων Str.3.4.13. 2. capable of, c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.Ir.p.81 W.; admitting, ἄρθρου A.D.Pron.63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon Prog.10; receptive, ἐ. αἴτιον, opp. ποιητικόν, Alex.Aphr.Febr.25.
German (Pape)
[Seite 935] ή, όν, aufnehmend, τινός, Sp.; οὔτε ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστιν Strab. III, 163.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de.
Étymologie: ἐπιδέχομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιδεκτικός, -ή, -όν) επιδέχομαι
αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.)
αρχ.
1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)
2. εκείνος με τον οποίο ασκείται κάποιος σε κάτι («γύμνασμα ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδεκτικός: досл. вмещающий, перен. (к чему-л.) восприимчивый или способный (κάλλους Plut.): τὸ ἐπιδεκτικὸν τοῦ γενέσθαι Plut. то, что может произойти, возможное.