ἔνορχος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enorchos
|Transliteration C=enorchos
|Beta Code=e)/norxos
|Beta Code=e)/norxos
|Definition=ον, (ὄρχις) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with the testicles in]], [[uncastrated]], [[entire]], <b class="b3">ἔνορχα . . μῆλ' ἱερεύσειν</b>, i.e. [[rams]], <span class="bibl">Il.23.147</span>; τὰ ἔ. [[entire animals]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.49</span>; also of palm-trees, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>267</span> codd. Ath.</span>
|Definition=ον, (ὄρχις) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with the testicles in]], [[uncastrated]], [[entire]], <b class="b3">ἔνορχα . . μῆλ' ἱερεύσειν</b>, i.e. [[rams]], <span class="bibl">Il.23.147</span>; τὰ ἔ. [[entire animals]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.49</span>; also of palm-trees, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>267</span> codd. Ath.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:43, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνορχος Medium diacritics: ἔνορχος Low diacritics: ένορχος Capitals: ΕΝΟΡΧΟΣ
Transliteration A: énorchos Transliteration B: enorchos Transliteration C: enorchos Beta Code: e)/norxos

English (LSJ)

ον, (ὄρχις)    A with the testicles in, uncastrated, entire, ἔνορχα . . μῆλ' ἱερεύσειν, i.e. rams, Il.23.147; τὰ ἔ. entire animals, Hp.Vict.2.49; also of palm-trees, Arist.Fr.267 codd. Ath.

German (Pape)

[Seite 850] mit Hoden, Hoden habend, nicht verschnitten; μῆλα, Widder, Il. 23, 147; κριός Synes.; von Palmbäumen, Arist. bei Ath. XIV, 652 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνορχος: -ον, (ὄρχις) ὁ ἔχων ὄρχεις, μὴ εὐνουχισμένος, ἔνορχα... μῆλ’ ἱερεύσειν, ὅ ἐ. κριοὺς ἐνόρχους, καθότι οἱ ἐκτομίαι κριοὶ ἀπεκλείοντο τοῦ θυσιαστηρίου, Ἰλ. Ψ. 147· τὰ ἔνορχα, τὰ ἔχοντα ἤδη τοὺς ὄρχεις ἀνεπτυγμένους, τὰ τέλεια, δηλ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄνορχα, τὰ νεαρὰ ἔτι, Ἱππ. 358. 24: - Ἐν Ἀθην. 652Α πλημμελὴς γραφή: ἐνόρχων, ἀντὶ ἀνόρχων (ὡς διωρθώθη ἤδη). Πρβλ. ἐνόρχης, ἔνορχις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐνόρχης.

English (Autenrieth)

uncastrated, Il. 23.147†.

Spanish (DGE)

-ον
de anim. entero, cojudo, no castrado πεντήκοντ ἔνορχα ... μῆλ' ἱερεύσειν Il.23.147
subst. τὸ ἔ. animal entero Hp.Vict.2.49, op. ἐκτομίας ‘castrado’, Clem.Al.Paed.3.3.19, op. εὐνοῦχος Paul.Aeg.1.84, τὰ ἔνορχα de los animales destinados al sacrificio en honor de los dioses, op. τὰ ἔντομα ‘los castrados’ sacrificados en honor a los muertos, Sud.s.u. ἐντομίδαι, Zonar.s.u. ἐντομίδαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνορχος, -ον)
1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο)
2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όρχις κατά τα σε -ος].

Greek Monotonic

ἔνορχος: -ον (ὄρχις), αυτός που δεν είναι ευνούχος, αυτός που έχει όρχεις, ἔνορχα μῆλα, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνορχος: ον Hom. = ἐνόρχης.

Middle Liddell

ἔν-ορχος, ον ὄρχις
uncastrated, entire, ἔνορχα μῆλα rams, Il.