ἠγερέθομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=igerethomai
|Transliteration C=igerethomai
|Beta Code=h)gere/qomai
|Beta Code=h)gere/qomai
|Definition=Ep. form of [[ἀγείρομαι]] (Pass.) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[gather together]], [[assemble]], only 3pl. pres. and impf., and inf., ἀμφὶ δέ μιν . . ἀγοὶ ἠγερέθονται <span class="bibl">Il. 3.231</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>147</span>; ἀμφ' 'Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο <span class="bibl">Il.23.233</span>; περὶ δ' ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο <span class="bibl">Od.2.392</span>; ἀμφ' αἷμα . . ἀολλέες ἠγερέθοντο <span class="bibl">11.228</span>; σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι <span class="bibl">Il.10.127</span> Aristarch. ([[ἠγερέεσθαι]] codd.): subj. ἠγερέθωνται <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.360</span>.</span>
|Definition=Ep. form of [[ἀγείρομαι]] (Pass.) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[gather together]], [[assemble]], only 3pl. pres. and impf., and inf., ἀμφὶ δέ μιν . . ἀγοὶ ἠγερέθονται <span class="bibl">Il. 3.231</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>147</span>; ἀμφ' 'Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο <span class="bibl">Il.23.233</span>; περὶ δ' ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο <span class="bibl">Od.2.392</span>; ἀμφ' αἷμα . . ἀολλέες ἠγερέθοντο <span class="bibl">11.228</span>; σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι <span class="bibl">Il.10.127</span> Aristarch. ([[ἠγερέεσθαι]] codd.): subj. ἠγερέθωνται <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.360</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:55, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠγερέθομαι Medium diacritics: ἠγερέθομαι Low diacritics: ηγερέθομαι Capitals: ΗΓΕΡΕΘΟΜΑΙ
Transliteration A: ēgeréthomai Transliteration B: ēgerethomai Transliteration C: igerethomai Beta Code: h)gere/qomai

English (LSJ)

Ep. form of ἀγείρομαι (Pass.)    A gather together, assemble, only 3pl. pres. and impf., and inf., ἀμφὶ δέ μιν . . ἀγοὶ ἠγερέθονται Il. 3.231, cf. h.Ap.147; ἀμφ' 'Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο Il.23.233; περὶ δ' ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο Od.2.392; ἀμφ' αἷμα . . ἀολλέες ἠγερέθοντο 11.228; σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Il.10.127 Aristarch. (ἠγερέεσθαι codd.): subj. ἠγερέθωνται Opp.H.3.360.

German (Pape)

[Seite 1151] epische verstärkte Nebenform von ἀγείρομαι, sich versammeln, wohl nur ἠγερέθονται u. ἠγερέθοντο, Il. 2, 304. 3, 231; bes. mit ἀολλέες u. ἀθρόοι, wo Einer nach dem Andern kommt, u. eine Zeit darüber vergeht, 2, 304. 3, 231 Od. 2, 392. 3, 412; auch Hes. sc. 184; Mosch. 2, 35. Bekker u. Spitzner schreiben nach Aristarch Il. 10, 127 ἠγερέθεσθαι für ἠγερέεσθαι. Vgl. oben ἀγερέθωνται.

Greek (Liddell-Scott)

ἠγερέθομαι: Ἐπ. τύπος τοῦ ἀγείρομαι (Παθ.), συνάγομαι, συναθροίζομαι, Ὅμ., μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ ἀπαρ., ἀμφὶ δέ μιν… ἀγοὶ ἠγερέθονται Ἰλ. Γ. 231, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολ. 147· ἀμφ’ Ἀτρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο Ἰλ. Ψ. 233· περὶ δ’ ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο Ὀδ. Β. 392· ἐπὶ τῶν εἰδώλων ἢ φασμάτων, ἀμφ’ αἷμα.. ἀολλέες ἠγερέθοντο Λ. 227· σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Ἰλ. Κ. 127. -ὑποτακτ. ἠγερέθωνται Ὀππ. Ἁλ. 3. 360. Πρβλ. ἠερέθομαι.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἀγείρομαι, se rassembler.
Étymologie: ἀγείρω.

English (Autenrieth)

(ἀγείρω): assemble.

Greek Monolingual

ἠγερέθομαι (Α)
(επιτ. τ. του ἀγείρομαι, μόνο στο γ' πληθ. ενεστ. και πρτ. και απρμφ. ενεστ.) συνάζομαι, συναθροίζομαι («ἀμφί δέ μιν... ἀγοὶ ἠγερέθονται», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. του αγείρω(θ. αγερ-) παρεκτεταμένο με -θ-. Απαντά κυρίως στον παρατατικό ηγερέθοντο, ενώ ο μοναδικός τ. ενεστ. ηγερέθονται και το απρμφ. ηγερέθεσθαι διατήρησαν για μετρικούς λόγους το αρχικό -η-].

Greek Monotonic

ἠγερέθομαι: Επικ. τύπος του ἀγείρομαι (Παθ.), συγκεντρώνομαι, συνάγομαι, συναθροίζομαι· σε Όμηρ., μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. ἠγερέθονται, ἠγερέθεντο, καθώς και στο απαρέμφ. ἠγερέθεσθαι.

Russian (Dvoretsky)

ἠγερέθομαι: эп. (= ἀγείρομαι) (только 3 л. pl. praes. ind. ἠγερέθονται, 3 л. pl. conjct. ἡγερέθωνται, 3 л. pl. impf. ἠγερέθοντο и inf. ἠγερέθεσθαι) собираться, сбегаться, (с)толпиться (ἀμφί τινα и ἀμφί τι Hom., HH, Hes.).

Middle Liddell


epic form of ἀγείρομαι (Pass.) to gather together, assemble, Hom. only in 3rd pl. pres. and imperf. ἠγερέθονται, ἠγερέθοντο, and inf. ἠγερέθεσθαι.]