ἰσοζυγής: Difference between revisions
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
(1ab) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isozygis | |Transliteration C=isozygis | ||
|Beta Code=i)sozugh/s | |Beta Code=i)sozugh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">evenly balanced: equal</b>, AP10.16.3 (Theaet.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:25, 12 December 2020
English (LSJ)
ές, A evenly balanced: equal, AP10.16.3 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 1264] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοζῠγής: -ές, ἴσος τὸ μέγεθος, ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων ζεῦγος ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἰσόζυγος.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοζυγής, -ές)
ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο
αρχ.
ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ-, πρβλ. ἐ-ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μονο-ζυγής, νεο-ζυγής].
Greek Monotonic
ἰσοζῠγής: -ές (ζυγόν), αυτός που είναι ίσος στο μέγεθος με κάποιον άλλον, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοζῠγής: составляющий пару с другим (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).