ὑποχωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypochoritikos
|Transliteration C=ypochoritikos
|Beta Code=u(poxwrhtiko/s
|Beta Code=u(poxwrhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[relaxing]], [[evacuating]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Loc.Hom.</span>13</span>, al.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[relaxing]], [[evacuating]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Loc.Hom.</span>13</span>, al.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:10, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχωρητικός Medium diacritics: ὑποχωρητικός Low diacritics: υποχωρητικός Capitals: ΥΠΟΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypochōrētikós Transliteration B: hypochōrētikos Transliteration C: ypochoritikos Beta Code: u(poxwrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A relaxing, evacuating, Hp. Loc.Hom.13, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχωρητικός: -ή, -όν, ὁ ὑποχωρῶν, ὑπείκων, τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν… ἀλλ’ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον Γρηγ. Νύσ. τ. 1, σ. 466Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποχωρῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση
2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.)
3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» — η παραγωγή μιας λέξης κατά τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, δηλαδή η παραγωγή ενός ουσιαστικού από ρήμα ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από επίρρημα, όπως λ.χ. στην περίπτωση κατρακυλώ > κατρακύλα (η)
επίρρ...
υποχωρητικώς και υποχωρητικά Ν
με υποχώρηση ή με υποχωρήσεις.